Πέμπτη 24 Νοεμβρίου 2011

ΦΙΛΟΓΕΛΩΣ

ΦΙΛΟΓΕΛΩΣ.
Είναι μια συλλογή με 265 ανέκδοτα – αστείες ιστορίες περισσότερο -  που έχουν διασωθεί από την αρχαιότητα. Αποδίδονται στον Ιεροκλή και τον Φιλάγριο τον Γραμματικό.  Σκωπτικά τα περισσότερα, θυμίζουν περισσότερο τα ποντιακά σήμερα. Ανάμεσά τους υπάρχουν και μερικά που αναφέρονται στους Κυμαίους. Βέβαια αφορούν την Αιολική Κύμη της Μικράς Ασίας. Παραθέτω τα ανέκδοτα αυτά τόσο στην αρχική τους διάλεκτο, όσο και σε μετάφραση. Η γραφή και ο τονισμός προπάθησα να είναι όσο το δυνατόν όπως στο κείμενο του βιβλίου, όσο βέβαια το επιτρέπουν τα μονοτονικά σημερινά συστήματα των υπολογιστών.

1. Εν Κύμη επισήμου τινός κηδευομένου προσελθών τις ηρώτα τους όψικεύοντας• Τις ό τεθνηκώς;  εις δε Κυμαίος στραφείς υπεδείκνυε λέγων  Εκείνος ο επί της κλίνης ανακείμενος.
1. Στην Κύμη γινόταν η κηδεία κάποιου επισήμου. Πλησίασε τότε κάποιος και ρωτούσε τους παρευρισκόμενους: «Ποιος πέθανε;» Ένας Κυμαίος στράφηκε τότε προς το μέρος του και του είπε δείχνοντας του με το χέρι: «Εκείνος που κείτεται πάνω στο νεκροκρέβατο».

2. Κυμαίω ίππον πιπράσκοντι προσελθών τις ήρώτα, εί πρωτοδόλος ό ίππος, τον δε είπόντος, ότι δευτεροβολεί• έφη• Πώς οίδας; ο δε είπεν "Οτι άπαξ εμέ κάτω έβαλε και άπαξ τον πατέρα μου.
2.  Κάποιος ρώτησε έναν Κυμαίω  που ήθελε να πουλήσει ένα άλογο αν αυτό ήταν πρωτοβόλο [αν είχε αλλάξει τα πρώτα του δόντια]. Κι όταν αυτό απάντησε ότι ήταν δευτεροβόλο, ο άλλος τον ρώτησε: «Πώς το ξέρεις;» Και ο σχολαστικός απάντησε: «Επειδή μας έριξε κάτω, μια φορά εμένα και μια τον πατέρα μου».

3. Κυμαίος οικίαν πωλών λίθον εξ αυτής εκδαλών εις δείγμα περιέφερεν.
3. Ένας Κυμαίος που ήθελε να πουλήσει το σπίτι του γύριζε και έδειχνε μια πέτρα απ’  αυτό.

4. Κυμαίος ίππον πιπράσκων ήρωτήθη, μή δειλός είη.  ό δέ άπεκρίνατο•  Ού μα την σωτηρίαν μου  εν τή φάτνη γαρ μόνος είστήκει.
4. Ένας Κυμαίος που ήθελε να πουλήσει το άλογό του, τον ρώτησαν μήπως αυτό είναι φοβιτσιάρικο. Και εκείνος απάντησε: «Όχι στ’  ορκίζομαι στη ζωή του πατέρα μου. Στο στάβλο μόνο του έμενε».

5. Κυμαίος κλεψιμαία ιμάτια άγοράσας δια το μή γνωρισθήναι έπίσσωσεν αυτά.
5. ‘Ενας Κυμαίος αγόρασε κλεμμένα ρούχα και για να μην τ’  αναγνωρίσουν τα άλειψε με πίσσα.

6. Κυμαίος άλωνα μεγάλην ποιήοας έστησεν άντικρυς τήν γυναίκα αυτού και ήρώτα, ει βλέπει αυτόν, τής δέ ειπούσης, ότι μόλις αυτόν βλέπει, έφη εκείνος.  'Αλλ' έγώ εις καιρόν τηλικαύτην ποιήσω άλωνα, ίνα μήτε έγώ σέ μήτε σύ έμέ ίδης.
6. Ένας Κυμαίος έφτιαξε ένα μεγάλο αλώνι. Έβαλε μετά απέναντι τη γυναίκα του και τη ρώτησε αν τον βλέπει Αυτή απάντησε ότι μόλις που τον βλέπει και τότε εκείνος είπε: «Τότε εγώ, μόλις μπορέσω, θα φτιάξω ένα αλώνι τόσο μεγάλο που δεν θα μπορούμε να δούμε ο ένας τον άλλον».

7. Κυμαίος επιζητών φίλον έκάλει αυτόν προ τής οικίας όνομαστί. έτερου δέ είπόντος.  Ύψηλότερον φώνησον, ίνα άκούση - άφείς τό όνομα, ό ήδει, έβόα,  Υψηλότερε.
7. Ένας Κυμαίος που έψαχνε έναν φίλο του πήγε μπροστά απ' το σπίτι του και τον φώναζε με τ' όνομα του. Κάποιος άλλος που τον άκουσε του είπε: «Φώναξε δυνατότερα για να σ' ακούσει». Κι αυτός σταμάτησε να λέει το όνομα και φώναξε: «Δυνατότερα».

8. Κυμαίος δανειστού οικία έπιβουλεύων και θέλων τα μείζονα δάνεια κλέψαι τά βαρύτερα χαρτία έπελέγετο.
8. Ένας Κυμαίος μπήκε στο σπίτι κάποιου δανειστή και θέλοντας να κλέψει τα μεγαλύτερα χρεόγραφα έπαιρνε τα πιο βαριά χαρτιά.

9. Κυμαίων την πόλιν τειχιζόντων εις τών πολιτών Λολλιανός καλούμενος δύο κορτίνας ιδίοις έτείχισεν άναλώμασι. πολεμίων δέ έπιστάντων όργισθέντες oι Κυμαϊοι συνεφώνησαν, ίνα τό Λολλιανοϋ τείχος μηδεις φυλάξη άλλ' εκείνος μόνος.
9. Όταν οι Κυμαίοι έχτιζαν τείχος γύρω απ' την πόλη τους, ένας απ' αυτούς, με τ' όνομα Λολλιανός, έχτισε δύο οχυρώματα με δικά του έξοδα. Ενοχλημένοι απ' αυτό, οι Κυμαίοι συμφώνησαν, ενώ κάποιοι εχθροί ήταν έτοιμοι να τους επιτεθούν, να μη φυλάξει κανένας το τείχος του Λολλιανού παρά μόνον εκείνος.

10. Κυμαίοι προσδοκώντες εξ αποδημίας φίλον αυτών άξιότιμον και βουλόμενοι αυτόν εν τω βαλανείω δια καθαρού ύδατος τιμήσαι, μίαν έχοντες κολυμβήθραν, ταύτην ύδατος θερμού καθαρού πλήσαντες εν μέσω αυτής κάγκελλον τρητόν έβαλον, όπως τό ήμισυ του ύδατος καθαρόν τω προσδοκωμένω τηρήται φίλω.
10. Οι Κυμαίοι περίμεναν με ανυπομονησία έναν διακεκριμένο φίλο τους: Ήθελαν να τον τιμήσουν προσφέροντας του ένα μπάνιο με καθαρό νερό στο λουτρό. Είχαν  όμως μόνο μία στέρνα. Τη γέμισαν λοιπόν με καθαρό νερό και έβαλαν στη μέση της ένα κιγκλίδωμα για να διατηρηθεί το μισό νερό καθαρό για το φίλο που περίμεναν.

11. Κυμαίος έν τω κολυμβάν βροχής γενομένης δια τό μη βραχήναι εις τό βάθος κατέδυ.
11. Ενώ κολυμπούσε ένας Κυμαίος, άρχισε να βρέχει, και για να μη βραχεί έκανε μακροβούτι.

12. Κυμαίος θυρίδας αγοράζων ήρώτα, εί δύνανται προς μεσημβρίαν βλέπειν.
12. Ένας Κυμαίος πήγε ν' αγοράσει παράθυρα και ρωτούσε αν μπορούσαν να βλέπουν προς το Νότο.

13. Κυμαίος όνω επικαθήμενος παρά κήπον ώδευεν. ίδών ουν κλάδον συκής υπερέχοντα σύκων ωρίμων πεπληρωμένον έπελάβετο τού κλάδου, του δέ όνου ύπεκδραμόντος άπεκρεμάσθη, και του κηπουρού έρωτήσαντος, τί εκεί ποιεί κρεμάμενος, έλεγεν.  Έκ του όνου έπεσα.
13. Ένας Κυμαίος πάνω σ' ένα γάιδαρο προχωρούσε δίπλα σ' έναν κήπο. Κάποια στιγμή είδε ένα κλαδί γεμάτο με ώριμα σύκα. Έδωσε λοιπόν μια και πιάστηκε από κει. Το γαϊδούρι όμως προχώρησε κι αυτός έμεινε να κρέμεται απ' το κλαδί. Όταν ο κηπουρός τον ρώτησε τι κάνει εκεί κρεμασμένος, του είπε: «Έπεσα απ' το γάιδαρο».

14. Κυμαίος ίδών πρόβατον συμπεποδιαμένον και ούτω κειρόμενον είπεν.  Ευχαριστώ τω κουρεί μου, ότι ουδέποτε με δήσας έκειρεν.
14. Ένας Κυμαίος, μόλις είδε ένα πρόβατο να το έχουν δέσει για να το κουρέψουν, είπε: «Ευχαριστώ τον κουρέα μου γιατί ποτέ δεν μ' έδεσε για να με κουρέψει».

15. Κυμαίος του πατρός αύτού  άποδημήσαντος  εις βαρύ έγκλημα πεσών θανάτω  κατεδικάσθη. άπιών δέ παρεκάλει πάντας, ίνα ό πατήρ μή γνώ, έπεί μέλλει αυτώ θανάσιμους πληγάς έπιφέρειν.
15. Ένας Κυμαίος, ενώ έλειπε ο πατέρας του στα ξένα, έκανε ένα σοβαρό έγκλημα και καταδικάστηκε σε θάνατο. Βγαίνοντας απ' το δικαστήριο παρακαλούσε τους πάντες να μην το μάθει ο πατέρας του, γιατί θα τον χτυπούσε μέχρι θανάτου άμα γύριζε.

16. Ό αυτός, τινός αυτώ απόντος ότι Έσύλησάς με — Μη υποστρέψω, έφη ένθεν άπειμι, εί έσύλησα.
16. Ο ίδιος, όταν κάποιος τον κατηγόρησε ότι τον είχε κλέψει, πήρε όρκο: «Να μην επιστρέψω από κει όπου θα καταφύγω, αν σε έχω κλέψει».

17. Κυμαίον τις έπύθετο, που μένει Δρακοντίδης ό ρήτωρ. ό δε.  Μόνος ειμί, είπεν ει δε θέλεις, τήρει τό έργαστήριον, κάγώ άπελθών δείξω σοι.
17. Κάποιος ρώτησε έναν Κυμαίο πού μένει ο ρήτορας Δρακοντίδης. Κι ο Κυμαίος αποκρίθηκε: «Μόνος είμαι. Αν θέλεις όμως, πρόσεχε το εργαστήριο κι εγώ θα βγω να σου δείξω πού μένει».

18. Κυμαίος  έπ'  Αλεξάνδρεια τον πατρός αύτού αποθανόντος τό σώμα τοις ταριχευταίς δέδωκε. μετά δέ χρόνον έζήτει αυτό άπολαβείν. τον δέ έχοντος και άλλα σώματα και έρωτώντος, τί σημεϊον έχει ή του πατρός αυτού θήκη, άπεκρίθη.  Έβησσεν.
18. Ενός Κυμαίου ο πατέρας είχε πεθάνει στην Αλεξάνδρεια. Αυτός τότε έδωσε τη σορό του στους ταριχευτές. Μετά από καιρό ζήτησε να πάρει το ταριχευμένο σώμα. Ο ταριχευτής όμως, που είχε κι άλλα ταριχευμένα σώματα, τον ρώτησε τι σημάδι είχε το λείψανο του πατέρα του. Κι αυτός απάντησε: «Έβηχε».

19. Κυμαίος πύκτην ίδών πολλά τραύματα έχοντα ήρώτα, πόθεν έχει ταύτα. του δέ είπόντος Εκ του μύρμηκος - έφη•  Διά τί γάρ χαμαί  κοιμά;
19. Ένας Κυμαίος είδε έναν πυγμάχο γεμάτο ουλές και τον ρώτησε από πού τα είχε πάθει όλα αυτά. Αυτός απάντησε: «Απ' το μυρμήγκι». Κι ο Κυμαίος είπε: «Γιατί τέλος πάντων κοιμάσαι στο πάτωμα;»

20. Κυμαίος μέλι έπίπρασκεν. έλθόντος δέ τίνος και γευσαμένον και είπόντος, ότι πάνυ καλόν, έφη• Εί μή γάρ μύς ένέπεσεν εις αυτό, ουκ αν έπώλουν.
20. Ένας Κυμαίος πουλούσε μέλι. Κάποιος ήρθε, το δοκίμασε και είπε ότι είναι πολύ καλό. Ο Κυμαίος τότε είπε: «Πράγματι, εάν δεν έπεφτε ένα ποντίκι μέσα σ' αυτό, δεν θα το πουλούσα».

21. Κυμαίον νοσοϋντα άπήλπισεν ιατρός, ό δέ ύγιάνας περιέκαμπτε τον  Ίατρόν.  ερωτηθείς ούν την αίτίαν άπεκρίνατο. Είπόντος σου, ότι αποθνήσκω, αίσχύνομαι ζήσας.
21. Ένας Κυμαίος ήταν βαριά άρρωστος και ο γιατρός του δεν του έδινε καμία ελπίδα. Ο Κυμαίος όμως έγινε καλά και απέφευγε τον γιατρό. Όταν ο γιατρός ζήτησε να μάθει το λόγο, ο Κυμαίος απάντησε: «Ντρέπομαι γιατί ζω, ενώ εσύ μου είπες ότι θα πεθάνω».

22. Κυμαίος ιατρός άρρωστον τριταΐζοντα εις ήμιτριταίον περιστήσας τό ήμισυ τον μισθού άπήτει.
22. Ένας Κυμαίος γιατρός είχε έναν άρρωστο που έπασχε από τριταίο πυρετό. Όταν κατάφερε να τον κάνει ημιτριταίο, ζήτησε τη μισή αμοιβή του.

23. Κυμαίω ίατρώ  σχολαστικός προσελθών είπε.  Σοφιστά, όταν έκ του ύπνου άναστώ, έπί ήμιώριον  μετά τό ήμιώριον διύπνισον.
23. Ένας Κυμαίος πήγε στο γιατρό και είπε. Γιατρέ όταν σηκώνομαι από τον ύπνο, για μισή ώρα έχω σκοτοδίνες και μετά πάλι αισθάνομαι καλά. Και ο γιατρός του είπε: να περιμένεις μισή ώρα και μετά να σηκώνεσαι.

24. Κυμαίος ιατρός άπεγνωσμένον άρρωστον ένημάτισεν, έκέλευσε δε τά έκκεχωρημένα  ίδείν. τον δε δείξαντος και ειπόντος, ότι άπέθανεν, ό ιατρός μεθ'  όρκον άπεκρίνατο.  Ούτος ει μή έκλύσθη, έλάκησεν άν.
24. Ένας Κυμαίος γιατρός έδωσε σ' έναν ξεγραμμένο ασθενή του ένα κλύσμα θέλοντας να δει τι θα ' βγάζε. Όταν κάποιος του τα 'δειξε και του είπε ότι ο ασθενής πέθανε, ο γιατρός απάντησε παίρνοντας όρκο: «Με κλύσμα ή χωρίς κλύσμα θα έσκαζε».

25. Κυμαίος ιατρός τέμνων τινά δεινώς άλγούντα και βοώντα άμβλυτέραν σμίλην μετέλαβεν.
25. Ένας Κυμαίος γιατρός χειρουργούσε κάποιον κι αυτός πονούσε πολύ και φώναζε. Έτσι ο γιατρός πήρε ένα άλλο νυστέρι, λιγότερο κοφτερό.

26. Κυμαίοι δύο ίσχάδων κεράμια δύο έπρίαντο. τούτων δε ό έτερος τον έτερον λανθάνων ούκ έκ τον ίδιον, αλλ' έκ τον έτερον κατήσθιεν. ώς δέ τοις αλλήλων κατεχρήσαντο, έκαστος έπί τό ίδιον έπιστρέψας ευρεν αυτό κενόν, αλλήλων ουν έπιλαβόμενοι ήγοντο έπί τον άρχοντα, διαγνούς δέ ό άρχων έκέλευσε τά κενωμένα άλλάξαι και τάς τιμάς άλλήλοις άποδούναι.
26. Δύο Κυμαίοι αγόρασαν από ένα πανέρι ξερά σύκα Κι ο ένας έτρωγε κρυφά απ' το πανέρι του άλλου και όχι απ' το δικό του. Μόλις τελείωσαν ο ένας τα σύκα τον άλλου, κοίταξαν τα πανέρια τους και τα βρήκαν άδεια Έτσι προσέφυγαν στον δικαστή αλληλοκατηρούμενοι. Κι εκείνος διέταξε να ανταλλάξουν τα άδεια πανέρια κι ο καθένας να δώσει στον άλλο τα λεφτά που είχε πληρώσει.

27.  Έν Κύμη δημαγωγός έν εκκλησία κατηγορηθείς. "Ανδρες,  έφη, πολίται, εί μέν κατεψευσμένοι μου τάς διαβολάς είσιν ούτοι, γένοιτο αύτοίς παρ' υμών καταγνωσθήναι. εί δέ τι έγώ τούτων πεποίηκα, πάντων υμών καθήμενων έμοί  μόνω το θέατρον έπιπέσοι.
27. Στην Κύμη ένας δημαγωγός κατηγορήθηκε μπροστά στην Εκκλησία του Δήμου. «Συμπολίτες», είπε, «εάν αποδειχτεί ότι οι κατήγοροι μου λένε ψέματα, θέλω να τους απαγγείλετε κατηγορία. Αν όμως αποδειχτεί ότι εγώ έχω κάνει κάτι απ' αυτά για τα οποία με κατηγορούν. τότε όλοι εσείς να μείνετε καθισμένοι στη θέση σας και το θέατρο να πέσει μόνο επάνω μου».

28. Κυμαίος άρχων τοιαύτα κηρύγματα έκήρυξεν:  Οί έφοροι μετά την θυσίαν παραχρήμα τάς εαυτών βύρσας άναφερέτωσαν προς τον ιερέα. Οί δέ βουλευταί, έλθετε εις το βουλευτήριον και μή βουλεύεσθε. Οί δέ μάγειροι τά ίδια όστέα υπέρ το τείχος βαλλέτωσαν. Οί δέ σκυτεϊς μικρούς καλάποδας μή έχέτωσαν.
28. Ένας Κυμαίος δήμαρχος διακήρυξε κάποτε: «Ο έφοροι αμέσως μετά τη θυσία ας προσφέρουν τα δικά τους δέρματα στον ιερέα. Οι βουλευτές ας έρθουν στο βουλευτήριο και ας μη διαβουλευτούν. Οι μάγειρες ας πετάξουν τα δικά τους κόκαλα πάνω απ' το τείχος. Κι οι τσαγκάρηδες ας μην έχουν μικρά καλαπόδια».

29. Κυμαίοι εις ψηφοφορίαν άπαντήσαντες και γνόντες πολλούς έκ τών άλλων πόλεων άπολειφθέντας, αίτιωμένονς την άτραπόν Μή μωροί, έφασαν, έάν και ημείς εις το μέλλον ούκ έρχόμεθα;
29. Οι Κυμαίοι πήραν μέρος σε μια ψηφοφορία και ανακάλυψαν ότι πολλοί ψηφοφόροι από άλλες πόλεις δεν είχαν έρθει, με επιχείρημα τη μεγάλη απόσταση, «θα ' μαστε μήπως ανόητοι», είπαν, «αν δεν έρθουμε κι εμείς στο μέλλον;»

30. Κυμαίος ίατρός τετρωμένην κεφαλήν τέμνων ύπτιον θείς τον πάσχοντα ύδωρ εις το στόμα ένέβαλεν, ίνα ίδη, πότε διά του χειρουργηθέντος έκρεύσει.
30. Ένας Κυμαίος γιατρός που χειρουργούσε ένα τραυματισμένο κεφάλι τοποθέτησε τον τραυματία ανάσκελα και του έβαλε νερό στο στόμα για να δει πότε αυτό θα χυθεί απ' το χειρουργημένο μέρος.

Δεν υπάρχουν σχόλια: