Τρίτη 20 Ιανουαρίου 2015

ΤΑΣΟΣ ΠΑΠΑΠΟΣΤΟΛΟΥ


Ο Κρητικός και η Κύμη
Έτσι μου ξιστόρισε το μύθο ετούτο για την Κύμη η Ξενούλα Ψαρού, γέννημα και θρέμμα Κουμιώτισσα. Έτσι, κατά πώς το είχε ακούσει κι αυτή από τη γιαγιά της.
Μια φορά κι έναν καιρό, στα πολύ παλιά χρόνια, στην Κρήτη, κάποιος καταδιωκόμενος από τις εκεί αρχές Κρητικός, για να ξεφύγει, τρύπωσε και κρύφτηκε σ' ένα καράβι γιομάτο εμπορεύματα που ήταν έτοιμο να φύγει για τη Βόρεια Ελλάδα

Το καΐκι μια νύχτα άνοιξε πανιά και ξεκίνησε για τον προορισμό του. Ο καταδιωκόμενος Κρητικός κατάφερνε να κρύβεται καλά στα αμπάρια του καϊκιού την ημέρα. Και τη νύχτα να βγαίνει κρυφά για να τρώει κάτι από τα τρόφιμα του καϊκιού και να πίνει νερό.
Την πέμπτη μέρα του ταξιδιού του, το καΐκι έριξε άγκυρα για λίγο σε κάποιο έρημο λιμάνι με θεόρατο και πυκνό δάσος. Το λιμάνι αυτό ήταν εκεί όπου τώρα το λιμάνι της Κύμης. Εκείνη τη νύχτα ο Κρητικός όπως συνήθιζε ξετρύπωσε από την κρυψώνα του ν' αρπάξει να φάει και να πιει νερό. Όμως αυτή τη φορά τον πήραν μυρουδιά οι άνθρωποι του καϊκιού και πήγαν να τον πιάσουν. Εκείνος πρόλαβε, πήδηξε στη θάλασσα και κο­λυμπώντας βγήκε στη στεριά.
Το καΐκι την άλλη μέρα έφυγε από το μέρος εκείνο κι ο καταδιωκό­μενος έμεινε μόνος κι έρημος εκεί. Προχώρησε στο βάθος του δάσους εκείνου, του παρθένου, του ανεξερεύνητου και κατοίκησε σε μια σπηλιά τρώγοντας αγριοκάστανα, αγριοστάφυλα και αγριόσυκα που είχε πολλά το μέρος εκείνο. Ψάρευε κιόλας στη θάλασσα με πρωτόγονα μέσα. Με πρωτόγονη επίσης τέχνη κατόρθωνε να ανάβει και φωτιά κι έψηνε ότι έπιανε στη θάλασσα και ζεσταινόταν κιόλας το χειμώνα. Όσο για νερό υπήρχε εκεί άφθονο και κρυστάλλινο.
Μετά, τις οίδε από πόσα χρόνια, ένα καΐκι, κρητικό κι αυτό, που εξερευνούσε άγνωστες ακρογιαλιές κι ακατοίκητους τόπους, έριξε άγκυρα στο λιμάνι εκείνο. Σα βγήκαν από το καΐκι οι δυο ειδικοί εξερευνητές ξοπλισμένοι με όλα τα απαιτούμενα, είδαν ψηλότερα στο δάσος να βγαίνει καπνός και τράβηξαν μ' όλες τις προφυλάξεις κατά κει.
Σαν έφτασαν ως τη σπηλιά βρήκαν τον Κρητικό, ίδιον ασκητή, με γέ­νια που περνούσαν την κοιλιά του και μαλλιά μέχρι τα καπούλια του. Αντί για ρούχα έκρυβε όσο γινόταν τη γύμνια του με χόρτα πλεγμένα σα ψαθί.
Στην αρχή φοβήθηκαν, τον πέρασαν για αγριάνθρωπο και ετοιμάστη­καν να του ρίξουν με το όπλο· μα σαν τους μίλησε στη γλώσσα τους ημέ­ρεψαν και τον πλησίασαν άφοβα. Ύστερα άρχισαν να τον ρωτούν κι εκεί­νος τους εξιστόρησε πώς βρέθηκε εκεί σ' εκείνη την κατάσταση.
Τους είπε πως πολλές φορές πάλεψε με λύκους και με τσακάλια! Πάλεψε ακόμα για να ζήσει με βαριούς χειμώνες, χωρίς φαΐ και ρούχα. «Τώρα πια, στα τελευταία χρόνια, έλεγε, έχω γίνει σαν τα ζώα, τα 'χασα όλα, ούτε χρονολογία θυμάμαι ούτε μήνα ούτε μέρα!...
Οι δυο ναυτικοί ξερευνητάδες, μαζί με τον καταδιωκόμενο Κρητικό, εξερεύνησαν καλά το μέρος εκείνο και βρήκαν πως ήταν πολύ πλούσιο απ' όλες τις απόψεις. Γύρισαν λοιπόν στην Κρήτη, την πατρίδα τους και κάλεσαν όσες οικογένειες φτωχές ήθελαν να πάνε κάπου αλλού να απο­χτήσουν όση γη καρπερή δική τους ήθελαν και να γίνουν αφεντάδες.
Τότε, πολλές φτωχές οικογένειες από την Κρήτη μετοίκησαν στο μέρος εκείνο και σε λίγα χρόνια άνθισε σε κείνο τον τόπο μια πόλη με τα ούλα της. Γιόμισε σπίτια, καράβια και πλούτια. Την ονόμασαν Κύμη: από το όνομα του καταδιωκόμενου Κρητικού που τον έλεγαν Κύμωνα.
Όμως η παλιά Κύμη δεν ήταν χτισμένη εκεί όπου η τωρινή. Ήταν πολύ κοντά στη θάλασσα, στο Μπουγάζι, καθώς λένε το μέρος εκείνο, όπου και υπάρχουν αρχαία χαλάσματα.
Στην άνθιση της η παλιά Κύμη είχε πολλά καράβια: στόλο ολόκληρο και πολεμιστές καλούς και καπεταναίους. Είχαν κατακτήσει με τα καρά­βια τους πολλές μακρινές παραθαλάσσιες πολιτείες. Έτσι απόχτησε όνομα μεγάλο και θησαυρούς αμέτρητους.
Όμως κάποτε άλλοι κουρσάροι, δυνατότεροι από τους Κουμιώτες, με καλύτερα οργανωμένα στον πόλεμο καράβια και πιο εμπειροπόλεμους ναυτικούς, φτάσαν ως εκεί με την αρμάδα τους τη στιγμή μάλιστα που στην Κύμη δεν υπήρχαν παρά μόνο δυο τρία καράβια της. Έτσι οι κουρσάριοι μπήκαν στην πόλη, την κατέστρεψαν, σκότωσαν όσους έπια­σαν, πήραν όλο το θησαυρό της κι έφυγαν.
Μετά την καταστροφή της παλιάς Κύμης, όσοι Κουμιώτες απόμει­ναν, έχτισαν την πόλη πιο ψηλά όπου είναι και τώρα. Έτσι πάλι σιγά - σιγά, μετά από πολλά χρόνια, μεγάλωσε και ξαναπλούτεψε η Κύμη. Όμως άλλη, ίσως χειρότερη καταστροφή την περίμενε.
Με το μπάσιμο των Τούρκων στην Εύβοια οι Κουμιώτες, κρητική άλ­λωστε ράτσα, παλικαράδες και αρματωμένοι ως τα δόντια, αντιστάθηκαν πολύ στους Τούρκους, σκότωσαν πολλούς και για πολύν καιρό στήσαν μπαϊράκι και δεν παραδίνονταν. Κι όταν πολυάριθμα ασκέρια Τούρκων κατέλαβαν την Κύμη, βάλθηκαν να την καταστρέψουν τελείως. Σκότωσαν τα γυναικόπαιδα και δεν άφησαν τίποτε όρθιο και ζωντανό.
Όσοι Κουμιώτες, γυναίκες κι άντρες, κατάφεραν να ξεφύγουν από τη μανία των Τούρκων, φτάσαν μετά από μέρες, από δάσος σε δάσος, βαδίζοντας μόνο τη νύχτα, στο Αλιβέρι και κάθησαν εκεί.
Μόνο μια γριά κατόρθωσε να μείνει ζωντανή στην Κύμη, όπου είχε κρυφτεί σ' ένα πυθάρι κι όταν φύγαν οι Τούρκοι βγήκε και ξιστόρησε τα μαντάτα, την φριχτή καταστροφή, όταν μετά από περιπέτειες έφτασε κι αυτή στο Αλιβέρι.
«Είδα πολλούς, γυναίκες κι άντρες, είπε η γριά, καρφωμένους σε παλούκια! Είδα γυναίκες γκαστρωμένες ξεκοιλιασμένες, πεταμένες στο δρόμο! Είδα ανθρώπινα κεφάλια σα μπάλες στην πλατεία, κυλιόμενα στο χώμα σα να τα 'χαν κλοτσήσει πολλή ώρα».
Πολλά χρόνια απέμεινε από τότε έρμη η Κύμη, τόσο που ξεχάστηκε σχεδόν από τους Κουμιώτες όπου ζούσαν στο Αλιβέρι και σ' άλλα γειτο­νικά χωριά.
Ποιος ξέρει ύστερα από πόσα χρόνια ξυλοκόποι, καρβουνιάρηδες και βοσκοί, που φθάσαν δουλεύοντας ως εκεί, βρήκαν τα χαλάσματα, κα­τασκήνωσαν εκεί και σιγά - σιγά άρχισαν να ξαναχτίζουν τα σπίτια. Ύστερα λίγοι - λίγοι, όλοι σχεδόν οι Κουμιώτες που 'χαν καταφύγει στα γύρω χω­ριά, γύρισαν και άρχισαν να ξαναχτίζουν την Κύμη, που δεν άργησε να πά­ρει τη ζωή και την κίνηση της που έχει μέχρι σήμερα και που οι άνθρωποι της δεν πάψαν ποτέ να δουλεύουν και να αγαπούν τη θάλασσα. Έτσι η ρίζα της Κύμης ήταν και απομένει πάντα κρητικιά, γι' αυτό άλλωστε ται­ριάζει τόσο η γλώσσα και πολλά ακόμα ήθη και έθιμα.

Τάσος Παπαποστόλου
Από το βιβλίο του «ΜΥΘΟΙ, ΘΡΥΛΟΙ, ΠΑΡΑΔΟΣΕΙΣ»
Βιβλίο βραβευμένο από την Ακαδημία Αθηνών


ΤΑΣΟΣ ΠΑΠΑΠΟΣΤΟΛΟΥ
Ο Τάσος Παπαποστόλου γεννήθηκε το 1926 στον Άγιο της Αιδηψού. Εκεί τελείωσε το Δημοτικό σχολείο. Το 1955 εγκαταστάθηκε στη Χαλκίδα και δουλεύοντας φοίτησε στο εκεί νυχτερινό γυμνάσιο. Το πρώτο του βιβλίο τυπώθηκε το 1958 (ποιήματα).
Διακρίθηκε τρεις φορές από την Ακαδημία Αθηνών, ένα βραβείο και δύο επαίνους. Αναγνωρίσθηκε και τιμήθηκε για ο έργο του από το Δήμο Χαλκίδας, τη Νομαρχία Ευβοίας και από διάφορους άλλους οργανισμούς.
Με το έργο του Τάσου Παπαποστόλου ασχολήθηκαν επανειλημμένα πολλές εφημερίδες και περιοδικά. Τηλεοπτική παρουσίαση του συγγραφέα έγινε και από τα δύο κρατικά κανάλια καθώς και από ντόπιους και ξένους ραδιοσταθμούς όπως B.B.C., Στοκχόλμης, Μόσχας, Σόδιας, Βουδαπέστης, Βουκουρεστίου και μεταφράστηκαν αποσπάσματα από το έργο του. Ο Τάσος Παπαποστόλου έγραψε και θέατρο πάνω στα ήθη και έθιμα του τόπου μας, όπως: Χωριάτικος Γάμος και τον Κλείδωνα που παίχτηκε από το Λύκειο Ελληνίδων Χαλκίδας, με μεγάλη επιτυχία. Έφυγε από κοντά μας στις 18 Σεπτεμβρίου του 1996.
Έργα του:
Λαογραφικά:
Λαογραφικά της Εύβοιας (Έπαινος Ακαδημίας Αθηνών),
Γλώσσα Αιδηψού (Βραβείο Ακαδημίας Αθηνών),
Μύθοι - Θρύλοι - Παραδόσεις (Έπαινος Ακαδημίας Αθηνών),
Το κλειδί του Αιγαίου
Μυθιστορήματα:
Χρόνια δύσκολα,
Δίψα για ζωή,
Καρτερώντας το ξημέρωμα,
Χωρίς ανάσα,
Πλόκος Τελέθρης,
Το Τάμα,
Για την αγάπη της,
Πριν να είναι αργά
Διηγήματα:
Απ' το χωριό μου,
Σταυραετοί της Λευτεριάς,
Φως στο Πυργόρεμα,
Σαν Παραμύθι,
Παραμύθια του Χωριού
Ποιητικές Συλλογές:
Τα Ποιήματα
Τα Ερωτικά
Μια ποδιά κόκκινη μήλα

Δεν υπάρχουν σχόλια: