Παρασκευή 20 Ιουνίου 2008

ΛΑΜΠΟΥΣΑ

Η μάχη της Λαμπούσας

Από το βιβλίο του Θανάση Τζάνου – Καπετάνιου 3ου τέγματος «Η ΝΟΤΙΑ ΕΥΒΟΙΑ ΣΤΗΝ ΚΑΤΟΧΗ» που γράφθηκε στου Πασσά το 1991
Περιγραφή της τοποθεσίας «Λαμπούσας»: Η τοποθεσία αυτή βρίσκεται λίγα χιλιόμετρα έξω από το Αλιβέρι στον αμαξιτό δρόμο που οδηγεί προς την Κύμη. Είναι ένας μικρός καμπίσκος δίπλα από το χωριό Λέπουρα. Στο βόρειο μέρος του καμπίσκου αυτού, ανατολικά και δυτικά, ξεκινούν λοφίσκοι που φτάνουν προς το Βαρυμπόμπι και το Αυλωνάρι. Δίπλα στον καμπίσκο και στην ανατολική του πλευρά ξεκινάει ένα μικρό ποταμάκι που έρχεται από το χωριό Κριεζά και φαίνεται σαν να ανηφορίζει προς το χωριό Αυλωνάρι, για να καταλή­ξει στη θάλασσα του Αιγαίου κάτω από το χωριό Οξύλιθος. Τον αμαξωτό δρόμο πάνω στη Λαμπούσα τον δι­ασταυρώνουν δύο νεροφαγώματα τα οποία οδηγούν στο ποταμάκι στην ανατολική πλευρά. Στο ένα νεροφάγωμα υπάρχει γεφύρι πάνω στον αμαξωτό δρόμο.
Στην τοποθεσία αυτή έγινε η μεγάλη μάχη με τους Γερμανούς τους οποίους εξόντωσαν οι αντάρτες.
Η Ανατολική Εύβοια, όπως αναφέρομαι και αλ­λού, ήταν στρατηγικής σημασίας για τους Γερμανούς, γιατί εκτός των ανθρακωρυχείων της περιοχής που το κάρβουνο ήταν απαραίτητο για τους Γερμανούς, γειτό­νευε και με το Αιγαίο Πέλαγος που από κει έβγαιναν και έμπαιναν συμμαχικές αποστολές. Ακόμη και αποβάσεις υπολόγιζαν από τους συμμάχους γιατί και το Υποβρύχιο «Παπανικολής» κάθε τόσο τους ενοχλούσε με διάφορες βολές του που έρριχνε κάθε τόσο.
Για τους λόγους αυτούς οι Γερμανοί είχαν οχυρώ­σει σοβαρά την περιοχή, πράγμα που δυσκόλευε σοβαρά τον αγώνα των ανταρτών. Με αρκετές δυνάμεις κρατούσαν τα παράλια της Κύμης και τα ανθρακωρυχεία. Επίσης μια εφεδρική τους δύναμη κρατούσε το Αλιβέ­ρι. Μια φάλαγγα με δέκα περίπου αυτοκίνητα πηγαινο­ερχόταν στη Χαλκίδα για να τους τροφοδοτεί. Όταν η φάλαγγα αυτή περνούσε για την Κύμη τρομοκρατού­σε τα χωριά με σκοπό να περνά ανενόχλητα.
Στην περιοχή βρισκόταν το 3ο Τάγμα του 7ου Συντάγματος του Ε.Λ.Α.Σ. το οποίο για να σταθεί έπρεπε να δίνει συνεχώς μάχες με τους Γερμανούς με τη μορφή του κλεφτοπόλεμου. Τέτοιες μάχες το 3ο Τάγ­μα είχε δώσει αρκετές και η φάλαγγα αυτή ήταν υποχρε­ωμένη να περνάει ακροβολισμένη, γιατί σ' όλη την απόσταση από τη Λαμπούσα μέχρι την Κύμη τους κτυ­πούσαμε και γι' αυτό στο πέρασμα τους οι Γερμανοί ήταν πολύ προσεκτικοί.
Μετά την εκτέλεση των τριάντα πατριωτών του χωριού Κακολύρι και το κάψιμο του από τη μια άκρη στην άλλη, το Τάγμα πήρε απόφαση να κτυπήσει τη φάλαγ­γα για να πληρώσουν κι αυτοί για τα εγκλήματα τους.
Μέσα στην Κύμη είχαμε έναν δικό μας άνθρωπο από το χωριό Καλημεριάνοι, που είχε έλθει σε επαφή με τον Στάθη Αθανασάκη ο οποίος ήταν από το ίδιο χω­ριό, και άρχισε να μας στέλνει διάφορες πληροφορίες που ήταν πολύτιμες για τον αγώνα που έκανε ο Ε.Λ.Α.Σ. στην περιοχή. Ο άνθρωπος αυτός, τα σημειώματα του τα υπέγραφε από κάτω με τρεις σταυρούς. Όλες του οι πληροφορίες ήταν θετικές, γι' αυτό και για το κτύ­πημα της φάλαγγας βασιστήκαμε στον άνθρωπο μας αυτόν.
Δυο — τρεις ημέρες πριν τη μάχη της Λαμπούσας, μας είχε πληροφορήσει για το ξεκίνημα της φάλαγγας, αλλά αργήσαμε να βρεθούμε στη Λαμπούσα και η φά­λαγγα πέρασε για μέσα. Όμως έξω από το Αλιβέρι προς την Κακή Σκάλα ο «Ξιφίας» Νίκος Καλίτσης από τη Λίμνη της βόρειας Εύβοιας, είχε βάλει νάρκη και εκείνη την ημέρα ένα βαθειώτικο κάρρο που έφευγε από το Αλιβέρι έπεσε επάνω στη νάρκη και πετάχτηκε στον αέρα.
Οι Γερμανοί, όταν έφτασαν στο Αλιβέρι από την Κύμη, πληροφορήθηκαν για τη νάρκη και δεν τόλμησαν να ξεκινήσουν για τη Χαλκίδα. Γύρισαν πάλι στην Κύμη.
Την παραμονή της μάχης ο «τρισταυρίτης» της Κύμης μας ειδοποιεί πάλι με το γνωστό σημείωμα του, ότι το πρωΐ η φάλαγγα φεύγει για τη Χαλκίδα. Τώρα έχουμε οργανώσει τα πράγματα καλύτερα και βρισκόμα­στε στο πόδι. Κάτω από το χωριό Διρρέματα έχουμε το­ποθετήσει σε σχίνο μέσα, τηλέφωνο συνδεδεμένο στη μοναδική γραμμή που συνδέει τη Χαλκίδα με την Κύμη, και άλλο τηλέφωνο στον τόπο της Λαμπούσας κι αυτό καμουφλαρισμένο μέσα σε σχίνο. Έχει γίνει και δοκιμή και η επαφή μας είναι πλήρης.
Το σημείωμα από την Κύμη το πήραμε στο χωριό Κρεμαστός από βραδίς και αργά τη νύχτα ξεκινήσαμε για τη Λαμπούσα. Φύγαμε γύρω στους 150 αντάρτες, ίσως και παραπάνω, και το πρωί — νύχτα — φτάσαμε στον τόπο της Λαμπούσας. Περάσαμε τον αμαξιτό προς την ανατολική πλευρά, κρυφτήκαμε όλοι οι αντάρτες μέ­σα σε μια χαράδρα και περιμέναμε την είδηση από το τηλέφωνο των Διρρεμάτων. Μια άλλη δύναμη μας έπια­σε απέναντι απ' το χωριό Βελούσα που έβλεπε προς το Αλιβέρι, για να μας προστατεύσει την ώρα της μάχης από τυχόν ενισχύσεις των Γερμανών που μπορούσαν να έρθουν από το Αλιβέρι.
Κατά τις 9 η ώρα το πρωί ο Βαγγέλης Καντούρος, που κρατούσε το τηλέφωνο μέσα στο σχίνο, μας ειδοποι­εί ότι η φάλαγγα πέρασε από τα Διρρέματα και έρχεται κάτω. Η ειδοποίηση ήταν συνθηματική : «ο άρρωστος θα εγχειρισθεί ύστερα από 9 με 10 μέρες και θα χρειαστούν 120 με 150 οκάδες λάδι», Αυτό σήμαινε ότι τα αυτοκίνητα ήταν 9 με 10 και οι Γερμανοί 120 με 150 άν­δρες. Φυσικά για την ακρίβεια ως προς τους άντρες δεν θα έπρεπε να είμασταν σταθεροί. Περίπου πάνω — κάτω θα ήταν τόσοι.
Όταν πήραμε την είδηση από τον Καντούρο, τρέ­ξαμε και πιάσαμε τις θέσεις μας που είχαμε υπολογί­σει από πριν. Πάνω στην Ανατολική πλευρά ψηλά στο λό­φο στήθηκε ένα βαρύ πολυβόλο το οποίο είχε αποστολή και να κτυπήσει τη φάλαγγα από εκεί αλλά κ α ι να μας προστατεύσει σε περίπτωση που η φάλαγγα δεν θα είχε μπει ολόκληρη μέσα στον κλοιό μας και θα μας κτυπούσε. Στο Ανατολικό πλευρό του καμπίσκου μέσα στο ρέμμα είχε τοποθετηθεί μία υπολογήσιμη δύναμη η οποία ήταν πολύ κοντά στον αμαξιτό δρόμο, με επικε­φαλής τον Προκοπή Τζάνο με το ψευδώνυμο «Λόγγος», στη Βόρειοι πλευρά, πάνω από τη στροφή σε ένα μα­κρύ τείχος, είχε τοποθετηθεί ο Γιάννης Ηλίας με το •ψευδώνυμο «Επαμεινώνδας» από τη Βόρειο Εύβοια και στα δεξιά του ο Μήτσος Σάρλης με το ψευδώνυμο «Αχιλλέας» από το χωριό Κακολύρι. Πάνω στο Λόφο, όπου είχε στηθεί και το τηλέφωνο, ο Καντούρος με δυο — τρεις άλλους με αυτόματα και χειροβομβίδες. Κάτω από το γεφύρι προς το χωριό Λέπουρα ο υποφαινόμενος με τον Κώστα Τσάκο, ανθυπολοχαγό της Σχολής Ευελπίδων από τη Χαλκίδα με το ψευδώνυμο «Πολικός». Κοντά στο γεφύρι είχαμε τοποθετήσει μέσα στον αμαξι­τό δρόμο τέσσερεις νάρκες, με σκοπό οι νάρκες αυτές να δώσουν το σύνθημα της έναρξης της μάχης. Σε περίπτωση όμως που οι Γερμανοί θα ανακάλυπταν τις νάρ­κες, θα έπρεπε οι αντάρτες να περιμένουν να γίνει η αρχή της μάχης κάτω από το γεφύρι. Μόλις το πρώτο αυτοκίνητο έφτασε κοντά στις νάρκες, οι γερμανοί αν­τελήφθησαν τις νάρκες και σταμάτησαν ικανοποιημένοι που τις αντελήφθησαν. Κάτι λένε και κατεβαίνουν να τις βγάλουν. Αυτό είχε σαν αποτέλεσμα, η φάλαγγα να πυκνώσει και να βρεθεί ολόκληρη μέσα στον κλοιό μας. Κάτω από το γεφύρι, απ' τη μια μεριά είχαμε τον Λευκορώσο τον Ιβάν με ένα μυδράλιο και από την άλλη τον Κώστα Καζούρη από το Αλιβέρι με ένα οπλο­πολυβόλο.
Αφού πέρασαν λίγα δευτερόλεπτα αρχίσαμε τις ριπές κάτω από το γεφύρι και αυτομάτως ξέσπασε ο πόλεμος απ' όλες τις μεριές. Οι Γερμανοί εσπευσμένα κατεβαίνουν, πιάνουν θέσεις και μας κτυπούν κι αυ­τοί. Το πολυβόλο που ήταν στημένο ψηλά στο λόφο κτυπάει κι αυτό πάνω στη φάλαγγα και η θέση των Γερ­μανών ήταν τραγική. Ορισμένοι έρποντας φτάνουν μέχρι το ρέμα και κτυπούν με χειροβομβίδες. Είχαμε δυο — τρεις ελαφρά τραυματίες από χειροβομβίδες. Μέ­σα σ' αυτούς ήταν και ο Βασίλης Μπόκαρης από την Βαρυπόμπη που έχει σήμερα τη μεγάλη ταβέρνα στην Κη­φισιά. Η μάχη πήρε σκληράδα και θα έπρεπε να τελει­ώνουμε για να μην τους έρθει καμιά ενίσχυση και θα ήταν τα πράγματα δύσκολα για μας. Ο Δημήτρης ο Λευκορώσος που ήταν μέσα στο ρέμα, υπολογίζοντας ότι μπορεί μέσα στη φάλαγγα να υπάρχει κανένας λευκορώσος, έβαλε τις φωνές κι ζητούσε στη γλώσσα του, όσοι είναι λευκορώσοι, να παραδοθούν. Ένας Λευκορώσος σηκώθηκε, σήκωσε τα χέρια και έτρεξε προς εμάς. Ό­μως οι Γερμανοί, μόλις τον είδαν, τον πυροβόλισαν και τον τραυμάτισαν. Τη στιγμή αυτή κάναμε την εξόρμη­ση και από το γεφύρι και από το ρέμα, βάλαμε τις φω­νές και σταμάτησε το πολυβόλο που ήταν στο ύψωμα και έτσι καταφέραμε να έρθουμε στα χέρια με τους Γερ­μανούς. Οι Γερμανοί μόλις είδαν ότι τους κυκλώνουμε απ' όλες τις πλευρές, σήκωσαν τα χέρια. Εκτός από την ουρά της φάλαγγας όπου υπήρχαν ακόμη λίγοι ζωντα­νοί, επειδή κατάφεραν να μπουν στο ερειπωμένο κτίσμα, στη μπροστινή πλευρά οι επιζώντες ήταν ελάχιστοι.
Εδώ πρέπει να σημειωθεί ότι στο ερειπωμένο αυτό κτίσμα ήταν να τοποθετηθούν νάρκες γιατί υπολογίζα­με ότι θα μπουν εκεί οι Γερμανοί και δεν θα χρειαζόταν να τους πολεμήσουμε. Όμως, όταν ένα χιλιόμετρο πιο πάνω, η Γερμανική φάλαγγα πρόφτασε τον αντάρτη Θανάση Νικολή ο οποίος έφερνε τις νάρκες από τον Πασσά, αυτός αναγκάστηκε να παραμερίσει από τον αμα­ξιτό δρόμο για να περάσει η φάλαγγα. Έτσι, εκείνοι που αντιστέκονται τώρα είναι οι Γερμανοί, που είναι εκεί μέσα οχυρωμένοι. Όμως δεν χρειάστηκε πολύ για να καταληφθεί και το πρόχειρο αυτό οχυρό τους.
Ο κάμπος είχε γεμίσει από πτώματα. Ανάμεσα στα πτώματα ήταν και του Βασίλη του Μήτρου που είχε πέσει μέσα στους Γερμανούς θανάσιμα τραυματισμέ­νος. Ο Βασίλης είχε μπλεχθεί στα χέρια με τους Γερ­μανούς πριν ακόμα γίνει η γενική εξόρμηση. Επίσης, μαζέψαμε και τον τραυματία Λευκορώσο, που πρώτος ξεκίνησε να παραδοθεί. Αυτόν τον θεραπεύσαμε και τον κρατήσαμε μαζί μας μέχρι το τέλος.
Κόσμος, παιδιά, γυναίκες, άντρες απ' τα γύρω χωριά μαζεύτηκαν εκεί και όλοι μας βοήθησαν για την προώθηση των πυρομαχικών. Καθαρίσαμε δύο στέκια, να τα πηγαίνουν, να ξαναγυρίζουν και να παίρνουν άλ­λα. Πολλά κιβώτια πυρομαχικών τα βρήκαμε αργότερα μέσα σε σχοίνα, γιατί ορισμένοι άνθρωποι από τη μανία τους να πάρουν ορισμένες βαλίτσες που υπήρχαν στα αυ­τοκίνητα, έπαιρναν και κιβώτια πυρομαχικών που τα έκρυβαν στα σχοίνα.
Αφού μεταφέραμε όλον αυτόν τον οπλισμό τους και τα πυρομαχικά τους, βάλαμε φωτιά σ' όλα τα αυ­τοκίνητα. Τότε, δεν υπήρχε ούτε ένας οδηγός αυτοκι­νήτου από μας. Μόνο ο Τάκης ο Ζέρβας από τη Βρύση ήξερε από αυτοκίνητα.
Όταν βάλαμε φωτιά μαύρισε ο ουρανός. Οι Ταγματασφαλίτες στο Αλιβέρι είπαν, όπως μάθαμε, ότι οι Γερμανοί, με αυτό πούκαναν οι αντάρτες, έβαλαν φωτιά στο χωριό Λέπουρα και το κάψαν όλο. Όταν όμως ήρθαν με τους Γερμανούς και είδαν τι είχε γίνει, και αυτοί και οι Γερμανοί τάχασαν. Ούτε να τους θά­ψουν ενδιαφέρθηκαν ούτε για τίποτε. Πήραν μόνο ένα τραυματία που βρήκαν εκεί και αυτός ο τραυματίας, όπως μάθαμε, ήταν ο Γερμανός που είχε πυροβολήσει κρυμένος μέσα σε ένα χαντάκι και είχε σκοτώσει ένα παιδί την ώρα που βοηθούσε για τη συγκέντρωση των πυρομαχι­κών. Τον κτύπησαν οι αντάρτες και φάνηκε ότι είχε πε­θάνει. Του πήραν το αυτόματο με το οποίο είχε σκοτώσει τον νεαρό. Αυτός, όπως μάθαμε αργότερα ήταν εκείνος που τον περιμάζεψαν οι Γερμανοί.
Μαζέψαμε όλους τους Γερμανούς τραυματίες, κα­θώς και ορισμένους Έλληνες που ήταν στη φάλαγγα. Τους δέσαμε τα τραύματα τους. Βοήθησαν και οι επι­ζήσαντες Γερμανοί, από τους οποίους σε καλή κατάστα­ση ήταν μόνο 21 και άλλοι 16 ήταν τραυματίες.
Το βράδυ φτάσαμε και ξενυχτήσαμε στο χωριό Αχλαδερή. Την επομένη ανεβήκαμε στην Οκτωνιά και το βράδυ της επομένης περάσαμε το Οριο και φτάσαμε στο Μονόδρι. Τι ενθουσιασμό είχε ο κόσμος δεν περιγρά­φεται. Τι χαρές, τι τραγούδια. Όλος ο κόσμος απ' τα χωριά αυτά ήταν στο πόδι. Περάσαμε το Μονόδρι και ανεβήκαμε στον Κρεμαστό. Τους τραυματίες τους το­ποθετήσαμε στη Βρύση. Πόσο δύσκολη ήταν αυτή η διαδρομή μας από τη Λαμπούσα, Αχλαδερή, Οκτωνιά, Οριο, Μονόδρι, Βρύση κλπ. με τόσους τραυματίες Γερ­μανούς, δεν περιγράφεται. Εκείνη η αντοχή μας και η πίστη μας για τον αγώνα ήταν απερίγραπτη. Και μόνο που το σκεπτόμαστε σήμερα απορούμε γι' αυτή την αντο­χή μας.
Συμπεριφερθήκαμε στους αντιπάλους μας καλύτε­ρα και από ένα τακτικό Στρατό. Όταν φτάσαμε στον Κρεμαστό με τους αιχμαλώτους Γερμανούς, πήραμε με ένα άλλο τηλέφωνο, που είχαμε στήσει εκεί, τους Γερμανούς στην Κύμη και τους αναφέραμε τα της μά­χης. Βάλαμε τη διερμηνέα ελληνοουγγαρέζα ονόματι Ζωζώ και έλεγε στους Γερμανούς ό,τι της υπαγορεύαμε εμείς. Τους είπαμε «να έρθουν να παραδοθούν για να πάνε σίγουρα στα σπίτια τους, γιατί ο πόλεμος γι' αυ­τούς είχε τελειώσει. Οι Γερμανοί σ' όλα τα μέτωπα υποχωρούν και είναι ματαιοδοξία να επιμένουν». Ένας αξιωματικός από τους αιχμαλώτους σε στάση προσοχής τους δίνει αναφορά για τους νεκρούς τους και, όπως μας είπε η Ζωζώ, ο Αξιωματικός από την Κύμη είπε ότι για πρώτη φορά του συνέβη, να συνενοούνται δυο αν­τίπαλοι από τηλεφώνου. Μας έκανε παράπονο ότι τους κτυπάμε εξ ενέδρας κλπ. Του απαντήσαμε ότι στο εξής θα τους πολεμάμε κατά μέτωπο, γι' αυτό «καλά θα κά­νετε να έρθετε να παραδοθείτε». Ο Γερμανός μας πα­ρακάλεσε να μας στείλει φάρμακα για τους τραυματίες τους. Του είπαμε ότι οι τραυματίες τους απολαμβά­νουν τη συμπεριφορά των αιχμαλώτων και ότι τους έχει παρασχεθεί κάθε ιατρική βοήθεια που χρειαζόταν. Επι­μείναμε στην παράδοσή τους, αλλά αυτοί στάθηκαν ανέν­δοτοι.
Το βράδυ στο σπίτι του Δικηγόρου Κώστα Μπιλάλη στα Γάγια, κάναμε μερική ανάκριση της Ζωζώς. Μας είπε ότι στη φάλαγγα επάνω ήταν μαζί με ένα Γερμανό αξιωματικό τον οποίον παλαιότερα μαζί με δυο άλλους τεχνικούς των ανθρακωρυχείων τους είχαμε πιάσει στα ανθρακωρυχεία Πασσά, αλλά, αφού τους ταΐσαμε σαν τεχνικοί που ήσαν, τους αφήσαμε. Στο δρόμο ο αξιωμτικός αυτός, της διηγήθηκε αυτή την περιπέτεια και επαινούσε τους αντάρτες γι' αυτήν την συμπεριφορά τους. Τώρα στη μάχη πάλευαν και οι δυο, να προστατευθούν κάτω από τα λάστιχα των αυ­τοκινήτων. Αυτός ο Αξιωματικός σκοτώθηκε εκεί. Πριν σκοτωθεί, μας λέει η Ζωζώ, έβριζε τον Χίτλερ : «Ά­τιμε Χίτλερ, πεθαίνω σε ξένο έδαφος. Αχ παιδάκια μου». Αυτά ήταν τα τελευταία λόγια του άτυχου αυτού Γερμανού.
Η Ζωζώ ανησυχούσε για την τύχη της. Της εί­παμε ότι δεν είμαστε όπως φαντάζεται ή όπως διαδίδουν για μας. «Μη φοβάσαι για τίποτα» της είπαμε.
Για τη Ζωζώ είχαμε πληροφορίες καλές. Όταν οι ανθρακωρύχοι κάναν απεργίες, σαν διερμηνέας που ήταν, έπαιρνε πάντα με όποιο τρόπο μπορούσε τα δίκαια των εργαζομένων. Επίσης, και για τους κρατούμενους που έπιαναν οι Γερμανοί από τους πολίτες, έκανε ό,τι μπορούσε.
Της είπαμε, να την αφήσουμε να πάει στην Κύμη για να πείσει τον Γερμανό Διοικητή, να έρθουν να παραδωθούν. Μας είπε ότι τον επηρεάζει και ότι θα κάνει ό,τι μπορεί. Της δώσαμε ένα γράμμα για τον Διοικητή στον οποίον αναφέραμε τις απόψεις μας για τον πόλεμο και του ζητούσαμε να παραδοθούν και δεν έχει να πά­θει κανείς το παραμικρό.
Το πήρε η Ζωζώ με χαρά και την άλλη μέρα έφυ­γε για την Κύμη. Πάλεψε, όπως μας παρήγγειλε, αλ­λά ο Διοικητής δεν αποφάσιζε. Μας έστειλε δυο — τρεις Λευκορώσους, τους οποίους έπεισε να έλθουν μα­ζί μας.
Στην απελευθέρωση η Ζωζώ, με τους γονείς της μάνα και πατέρα ήρθαν και μας συνάντησαν στη Χαλ­κίδα και με δάκρυα στα μάτια όλοι τους μας ευχαρίστη­σαν για τη συμπεριφορά μας.
Σε μια γειτονιά που έμενε στην Αθήνα, μου έλε­γε ένας σύντροφος όταν βρεθήκαμε μαζί στη φυλακή, ότι η Ζωζώ μιλούσε με τα καλύτερα λόγια για τους αντάρτες.
'Ετσι τελείωσε η μάχη της Λαμπούσας. Την επο­μένη στείλαμε συνεργείο να θάψει τους σκοτωμένους. Επικεφαλής του συνεργείου ήταν ο Βασίλης Μπαχάρας από το χωριό Αγ. Γιώργης, ο οποίος μας είπε ότι οι σκοτωμένοι ήταν 79 και ότι μαζί με πολίτες των γύρω χωριών άνοιξαν ομαδικούς τάφους και τους έθαψαν.
Το 1960 ή 1962 συνεργείο από τη Γερμανία ήρ­θε, τους ξέθαψε, πήρε τα οστά τους και τα πήγε στη Γερμανία. Εμείς ακόμα βρισκόμασταν στη φυλακή.
Ύστερα από δυο μέρες έφεραν 75 κρατουμένους από τις φυλακές της Χαλκίδας, στους οποίους ήταν και δυο παππούδες. Ο Βασίλης Ρήγας από το χωριό Άη Γιώργης που ήταν μαζί τους μας είπε όταν απολύθηκε, ότι ήθελαν να τους εκτελέσουν στο Αλιβέρι αλλά δεν άφηναν οι Αλιβεριώτες. Να τους πήγαιναν επάνω στον τόπο της Λαμπούσας, φοβόντουσαν τους αντάρτες. Ύ­στερα από αυτές τις σκέψεις τους οδήγησαν στις φυλα­κές της Αθήνας.
Η άποψη του Ρήγα δεν είναι σωστή. Αυτοί οπωσδήποτε επεκοινώνησαν με τη Διοίκηση της Κύμης και οπωσδήποτε τους απότρεψαν αυτοί, γιατί, εκτός της καλής συμπεριφοράς μας απέναντι στους τραυματίες, υπήρχαν στα χέρια μας 40 Γερμανοί αιχμάλωτοι, οπότε έπρεπε να το σκεφθούν πιο ψύχραιμα και φυσικά αυτό επικράτησε και σώθηκαν οι 75 κρατούμενοι.
Για τη μάχη αυτή δικαστήκαμε δυο άνθρωποι. Ο Μήτσος Καλαμπαλίκης από το χωριό Ανδρονιάνοι στην ποινή του θανάτου και ο υποφαινόμενος στην ποινή των ισοβίων δεσμών. Ο Εισαγγελέας Παπαϊωάννου στο Κακουργοδικείο της Θήβας που δικάστηκα είπε : «Κύ­ριοι ένορκοι, ο Τζάνος είναι αθώος αλλά αν τον αφή­σουμε θ' ανέβει στο βουνό, γι' αυτό προτείνω μετρία σύγχυση». Έτσι με το υπ' αριθ. 58/48 του Δικαστηρί­ου των συνέδρων Θήβας, καταδίκη Ισοβίων δεσμών.
Το παρακάτω ποίημα που έγινε το 1947 στα κάτεργα της Γιούρας δίνει και με ποιητικό τρόπο την όλη μάχη της Λαμπούσας.
ΛΑΜΠΟΥΣΑ
Λαμπούσα είναι το όνομα κάποιας τοποθεσίας
που ο ΕΛΑΣ την έδωσε εις την Αθανασία.
Ήτανε πρώτα, άγνωστη όπως και άλλοι τόποι
μονάχα την πατούσανε βοσκοί και ξυλοκόποι.
Μα όμως έμελλε εκεί μάχη σκληρή να γίνει
και με τους μαχητές κι΄ αυτή ιστορική να μείνει.
Οι μαχητές που ήτανε αντάρτες ελασίτες
μια φάλαγγα εξοντώσανε με γερμανούς φασίστες.
Κι ήταν η φάλαγγα η γνωστή που όταν επερνούσε
όλα τα γύρω τα χωριά τα λεηλατούσε.
Στο πέρασμα της φεύγανε και πιάνανε τις ράχες
γέροι, γυναίκες και παιδιά κι ερήμωναν οι στράτες.
Και τα πουλιά από ψηλά παύαν να κελαηδούνε
κι αυτά καταλαβαίνανε πως Γερμανοί περνούνε.
Ντουφέκια και μυδράλια συχνά εκουβαλούσαν
στης Κύμης τα παράλια που άλλοι τα φρουρούσαν.
Από τη μέση Ανατολή φοβούνταν αποβάσεις
κι αυτόν τον Παπανικολή με τη δική του δράση.
Στη θάλασσα όλοι βλέπανε σύμμαχους ν' ανεβαίνουν
και πίσω όλα τα χωριά να τους αλυσοδένουν.
Γι' αυτό εβασανίζανε γι' αυτό και τυραννούσαν
γι αυτό και καιγαν τα χωριά κι αμάχους εκτελούσαν.
Κακούργα ήταν τα έργα τους και ανθρωπιά καμμία
μ' αυτούς μονάχα μοιάζανε τα άγρια θηρία.
Στο Κακολίρι ένα πρωί σαν ύαινες ορμούνε
αρπάζουν άμαχα παιδιά κι ομαδικά εκτελούνε.
Οι αντάρτες ορκιστήκανε να τους εκδικηθούνε
μαζί με τ' άμαχα παιδιά στη γη κι αυτοί να μπούνε.
Ολημερίς το σκέπτονται πού να τους συναντήσουν
πού να τους περιμένουνε για να τους πολεμήσουν.
Στο δρόμο τον αμαξωτό που βιαστικά διαβαίνουν
εκεί το απεφάσισαν για να τους περιμένουν·
Εκεί κοντά στις βάσεις τους στον τόπο της Λαμπούσας
εκεί που δεν φοβόντουσαν και ξένιαστα περνούσαν.
Στην Κύμη ένας αγωνιστής που μένει και δεν φεύγει
άγρυπνα παρακολουθεί και τους κατασκοπεύει.
Μήνυμα στέλνει από βραδύς πως το πρωί
για την Χαλκίδα φεύγουνε στις βάσεις τους να πάνε.
Όταν το μήνυμα έφθασε κάτω στο τρίτο τάγμα
δυο λόχοι εξεκίνησαν μ' αντάρτες παληκάρια.
Όλη τη νύχτα περπατούν κι αθόρυβα διαβαίνουν
και το πρωί ξημέρωμα φτάσαν και περιμένουν.
Σε σκίνα τοποθέτησαν δύο τηλεφωνά τους
το ένα στα Διρρέματα και τ' άλλο εκεί κοντά τους
Σε μια χαράδρα κρύφτηκαν όλα τα παληκάρια
κι όταν το σύνθημα έπεσε τρέξανε σαν λιοντάρια-
Τις θέσεις τους επήρανε τα όπλα τους κρατάνε
κι όταν οι ούνοι φτάσανε απάνω τους ορμάνε.
Πυκνά τα βόλια πέφτουνε κι οί Γερμανοί απαντάνε
απ' τα μηχανοκίνητα κι αυτοί τους πολεμάνε.
Στείνουνε τα μυδράλια που άφθονα τα έχουν
κι απεγνωσμένα πολεμούν όσο μπορούν κι αντέχουν.
Χειροβομβίδες ρίχνουνε αντάρτες να σκοτώσουν
να σπάσουν θέλουν τον κλοιό να φύγουν να γλυτώσουν.
Μα άδικα πασκίζουνε οι αντάρτες δεν κολώνουν
εκδίκηση γυρεύουνε κι όλο τους ζηγώνουν.
Εζόρμηση εμπρός παιδιά οι μαχητές προστάζουν
στα χέρια να τους πιάσουμε στεντόρια το φωνάζουν.
Κι ολόγυρα κινήσανε στα χέρια όλοι μπλεχτήκαν
κι οι Γερμανοί τα χάσανε κι ευθύς παραδωθήκαν.
Ψηλά τα χέρια σήκωσαν τον ουρανό κοιτάζουν
το Χίτλερ όλοι βλαστημούν κι βαριαναστενάζουν.
Χίτλερ αδίστακτε φονιά, σκότωσες τα παιδιά μας
πεθαίνουμε σε ξένη γη μακρυά απ' τη φαμελιά μας·
Αμέτρητοι ήταν οι νεκροί πεσμένοι μες το χώμα
κι οι ζωντανοί στεκόντουσαν με την ψυχή στο στόμα.
Ήταν μεγάλη η συμφορά που πάθαν στη Λαμπούσα
οι Γερμανοί που άλλοτε αγέροχα περνούσαν.
Εδώ αυτοί πληρώσανε τα κακουργήματα τους
και βάφτηκαν ομαδικά όπως τα θύματά τους.

Δεν υπάρχουν σχόλια: