Σάββατο 12 Φεβρουαρίου 2011

ΑΠΟΚΡΙΕΣ

ΑΠΟΚΡΙΕΣ – ΚΑΘΑΡΗ ΔΕΥΤΕΡΑ
(Από το βιβλίο «Το χωριό μου ο Πύργος της Κύμης»
του Απόστολου Μυλωνά - 1997
Οι Απόκριες

Το αποκριάτικο γλέντι άρχιζε από την Κυριακή του Τελώνου και Φαρισαίου, οπότε άνοιγε το Τριώδιο και συ¬νεχιζόταν αμείωτο μέχρι την Κυριακή της Τυρινής και την Καθαρά Δευτέρα, που ήταν η πρώτη μέρα της Μεγάλης Σαρακοστής.
Οι διασκεδάσεις γίνονταν σε διάφορα σπίτια, όπου μαζευόντουσαν συγγενείς, φίλοι και γείτονες, με τα φαγητά τους κι έτρωγαν, έπιναν, τραγουδούσαν και χόρευ¬αν. Έπρεπε, όλοι, να είναι μασκαρεμένοι και να φοράνε μουτσούνες (προσωπίδες). Συχνά υπήρχαν και απρόσμε¬νες επισκέψεις. Μέσα στη νύχτα, που το κέφι ήταν στο αποκορύφωμα του, άνοιγε ξαφνικά η πόρτα και ορμού¬σαν μέσα, απροειδοποίητα, τέσσερις-πέντε φουστανελλάδες, βρακάδες, με μουτσούνες κι έπιαναν το χορό, αμί¬λητοι. Δεχόντουσαν τα κεράσματα, χαιρετούσαν, σηκώ¬νοντας ψηλά το ποτήρι κι έφευγαν, χωρίς να τους ανα¬γνωρίσει κανείς . Ποίοι ήταν; Θα το μάθαιναν, την άλλη μέρα, από τους ίδιους, θα ήταν συγγενείς ή φίλοι, που "σκασμένοι στα γέλια" θα φανέρωναν την ταυτότητα τους. Αυτές οι επισκέψεις ήταν μέσα στο αποκριάτικο πρόγραμμα, χωρίς παρεξηγήσεις.

Η Καθαρά Δευτέρα

"Καλώς την τη Σαρακοστή, με σκόρδα και κρεμμύδια και με νερόβρεχτα κουκιά και με ψημένα μύδια".
Το γλέντι, που είχε αρχίσει, από την προηγούμενη μέρα, δηλαδή την τελευταία Κυριακή της Αποκριάς, συνεχι¬ζόταν στις αυλές των σπιτιών, στα καφενεία, αλλά και έξω από το χωριό, στο ύπαιθρο, πιο έντονο, πιο πικάντι¬κο, αδιάντροπο, με γλώσσα αχαλίνωτη, χωρίς όμως καμιά παρεξήγηση.
Θυμάμαι μια χρονιά, μια παρέα από έξι μασκαρεμένους που, με τα παράξενα καμώματα τους, είχαν βγάλει στους δρόμους όλο το χωριό, μικρούς και μεγάλους.
0 ένας είχε μασκαρευτεί σε ασχημομούρα γριά, καμπούρα και γκαστρωμένη. Πήγαινε μπροστά, σκόρπιζε άχυρα, που είχε σ' ένα ταγάρι, κρεμασμένο στον ώμο της κι έκανε ότι...δείχνει τάχα το δρόμο στους άλλους, που ακολουθούσαν.
Πίσω του, ακολουθούσε κάποιος με άσπρη γενειάδα, φτιαγμένη κακότεχνα, από μαλλιά προβατίνας. Φορούσε μια κουρελιασμένη αρχαία χλαμύδα. Στο ένα χέρι κρα¬τούσε αναμένο λαδοφάναρο και στ' άλλο μια ταμπελίτσα που έγραφε, με κεφαλαία γράμματα "ΑΝΘΡΩΠΟ ΖΗ¬ΤΩ". Προφανώς παρίστανε τον αρχαίο φιλόσοφο Διογέ¬νη
0 τρίτος έκρυβε το πρόσωπο του με μουτσούνα (προ¬σωπίδα), με γουρνίσια μύτη. Φορούσε νυχτικιά άσπρη, μακριά, ως τον αστράγαλο, με φαρδιά μανίκια και το κε¬φάλι του ήταν σκεπασμένο με άσπρη πλεχτή, μάλλινη σκούφια με φουντίτσα, όπως συνήθιζαν να φορούν μερι¬κοί φαλακροί, για να προφυλάσσονται από το κρύο. Αυ¬τός είχε κρεμάσει στο λαιμό του δύο ταμπελίτσες, μία μπροστά στο στήθος και μια πίσω στην πλάτη, που έγρα¬φαν "ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΕΙΜΑΙ". Στο χέρι κρατούσε ένα καθίκι (πήλινο σκεύος, σε σχήμα γλάστρας), με χερούλι, το εσωτερικό του οποίου ήταν λείο. Το χρησιμοποιούσαν τότε όσοι απέφευγαν να βγουν τη νύχτα, από το σπίτι, για να πάνε στο αποχωρητήριο, που δεν υπήρχε τότε μέ¬σα στα σπίτια, αλλά στην πιο ακραία γωνία της αυλής, προχείρως και ατελώς κατασκευασμένο. Αυτός, λοιπόν, ο μασκαράς, ο οποίος είχε αποσπάσει την προσοχή και το ενδιαφέρον όλων, τοποθετούσε το αντικείμενο που κρα¬τούσε καταμεσής του δρόμου, καθόταν πάνω σ' αυτό, ενώ ένας άλλος της παρέας, μασκαρεμένος και αυτός, με ένα χωνί, από χοντρό χαρτόνι, φώναζε: "μεριάστε, ο άν¬θρωπος θέλει να χέ...." κι άλλα αηδιαστικά και πρόστυχα, τα οποία, λόγω της ημέρας, δεν προκαλούσαν παρεξηγή¬σεις. Όταν σηκωνόταν, σήκωνε ψηλά τη νυχτικιά του, για να φανεί το λευκό μακρύ σώβρακο του, που στο πίσω μέ¬ρος ήταν "μπλαστρωμένο" με ....πετιμέζι. Στη συνέχεια, έβαζε τα δάχτυλα του μέσα στο καθίκι, που είχε κι αυτό πετιμέζι και τα έγλυφε λαίμαργα, προτείνοντας στον κό¬σμο που παρακολουθούσε να κάμει το ίδιο, αλλά αυτοί τραβιόντουσαν με αποτροπιασμό και αηδία!
Ένας άλλος μασκαρεμένος, της ίδιας παρέας και αυτός, έτρεχε πέρα -δώθε, μπρος- πίσω, κρατούσε μακρύ καλάμι, στο οποίο είχε δέσει ένα σπάγκο μ' αγκίστρι. Στα χέρια του, κρατούσε επίσης, ένα καλαθάκι, μ' ωραία ξερά σύκα. Κάθε τόσο έβαζε στ' αγκίστρι ένα σύκο και πρό¬σφερε στον κόσμο.
Ο τελευταίος, που ακολουθούσε, ήταν μασκαρεμένος σε γυναίκα. Φορούσε επίσημη, κουμιώτικη φορεσιά, με τσεμπέρι και κρατούσε ανοιχτή, χρωματιστή ομπρέλα, για να προφυλάσσεται τάχα από τον καυστικό ήλιο. Με ωραία γελαστή προσωπίδα, παρακολουθούσε "αφ' υψη¬λού" τα γενόμενα.
Η πορεία των μασκαράδων συνεχιζόταν στα στενά δρομάκια του χωριού. Οι χωριανοί απολάμβαναν δωρεάν ένα υπέροχο θέαμα και τον ανοιξιάτικο ήλιο.

Δεν υπάρχουν σχόλια: