ΓΙΩΡΓΟΥ Ι. ΝΤΕΓΙΑΝΝΗ
ΒΑΣΙΛΙΚΑ ΤΑΞΙΔΙΑ ΣΤΗΝ ΕΥΒΟΙΑ ΚΑΙ ΤΙΣ Β. ΣΠΟΡΑΔΕΣ
Α.Ε.Μ. ΤΟΜΟΣ Ζ΄ 1960
ΟΠΩΣ ΤΑ ΠΕΡΙΕΓΡΑΨΕΝ Ο L. ROSS
O Γερμανός Λουδοβίκος ROSS είναι ο πρώτος καθηγητής της Αρχαιολογίας και Φιλολογίας (1837) στο Πανεπιστήμιο της Αθήνας. Το 1843 που απολύθηκαν από τις θέσεις των όλοι οι Βαυαροί, έχασε την έδρα του. Αλλά του ίδρυσαν άλλη στη Χάλκη, όπου διορίσθηκε στα 1845. Την Ελλάδα ωστόσο δεν την ξέχασε. Από δω πήρε τα θέματα για πλήθος εργασίες του. Από αυτές μεταφράζομε τα Β. ταξίδια Σ.τ.Μ.
Στις 9 του Οκτώβρη (1941) μας έμεινε μόνο τέσσερεις ώρες ταξίδι για την Κύμη. Επισκεφτήκαμε πρώτα μια μεγάλη εκκλησία: της Αγίας Θέκλης απέναντι στο Αυλωνάρι, από την άλλη μεριά της ποταμιάς. Εδώ πριν λίγες ημέρες είχε γίνει εμποροπανήγυρη κι ήταν ακόμη αχάλαστες οί παράγκες Έπειτα περάσαμε από πυκνοκατοικημένες κοιλάδες στα πόδια ορεινών όγκων πού υψώνονται αριστερά κι ανήκουν στο συγκρότημα της Δίρφης. Το ταξίδι εδώ έμοιαζε θριαμβική πορεία. Από χωριό σε χωριό οι κάτοικοι συνόδευαν τους βασιλικούς ταξιδιώτες, οι άντρες. γύρω στο βασιλιά, οι γυναίκες γύρω στη βασίλισσα, οι πρώτοι εκθέτοντας και διηγώντας, οι τελευταίες τραγουδώντας και χορεύοντας. Στίς Κονίστρες και στον Καστροβαλά έκαμε κατάπληξη το αρχοντιλίκι, η πλούσια αληθινά μεγαλόπρεπη αρματωσιά πού φορούσαν οι πιο εύπορες γυναίκες. Βαριές χρυσοκέντητες φορεσιές φτιαγμένες στη Ρωσία και ζωσμένες στη μέση με πλατειές ζώνες κατάστικτες κουμπώνανε με ασημένια κλειδωτήρια.. Και στο κεφάλι χρυσοκεντυμένοι ανάεροι πέπλοι. Ολόκληρη ή κοιλάδα ζει κατά το πλείστο από την αμπελοκαλλιέργεια. Τούτης τα προϊόντα εξάγονται μέσον Κύμης στην Κωνσταντινούπολη καί στα Ρούσικα λιμάνια της Μαύρης θάλασσας, απ’ όπου τότες οι εύποροι καπεταναίοι εισάγουν ένα μέρος του κέρδους των σε τέτιο στολισμό για τις γυναίκες και τις θυγατέρες των.
Ένα κοστούμι αυτού του είδους στοιχίζει 600 ως 1000 τάλληρα (Τριάντα πάντα ως εξήντα χιλιάδες δρχ. σημερινές) αλλά διαρκεί βέβαια ύστερα μια ζωή και πιότερο, γιατί σπάνια το φορούν κι ή μόδα δεν αλλάζει. Αυτή ή χαρούμενη οχλοβοή φούντωσε πιο πολύ με την είσοδο στην πιο πολύκοσμη Κύμη. 0ι όμορφες νεώτερες — από γενιά — αδερφές της Κυμαίας Σίβυλλας με τα πλουσιώτατα στολίδια τους και τις καλλιτεχνικές κατατομές τους πού σπιθοβολούσαν από χαρά και ξάναμμα συνωθούνταν τόσο στριμωχτά γύρω στη βασιλική αμαζόνα για να της απλώσουν λουλούδια, ή, αν δε μπορούσαν να πλησιάσουν, τουλάχιστο για να χαϊδέψουν το άλογο της, ώστε το ευγενικό ζώο ανησυχούσε και στριφογύριζε κι έτσι ή βασίλισσα προ¬τίμησε να πεζέψη και να φτάση στην εκκλησία πιο πολύ σηκωτή από τα αλαλάζοντα κορίτσια παρά περπατώντας. Τα ίδια κι εδώ όπως τις προηγού¬μενες ημέρες στο Αλιβέρι και τ’ Αυλωνάρι πιάσανε το βράδυ χορό στην αυλή του σπιτιού πού μείναν οι Μεγαλειότητες τους, ενώ ο βασιλιάς είχε καλέσει τους νοικοκυραίους του τόπου και τους ρωτούσε για τ' αμπέλια τους, το εμπόριο και τη ναυτιλία τους.
Το άλλο πρωί αφήναμε την καλόκαρδη και φιλόξενη Κύμη και περ¬νώντας το ανθρακωρυχείο παίρνομε το δρόμο προς τα πιο ψηλά και τα πιο άγρια τμήματα της βουνοσειράς της Δέλφης. Δώδεκα ώρες κάμαμε να περάσωμε έρμα φαράγγια κι ήσυχα ησκιωμένα δάση, από ζαβοστρατιές και μονο¬πάτια ασχημάτιστα σε σημείο που κι αυτοί οι οδηγοί χάνανε πολλές φορές το δρόμο κι η συνοδεία μόνο με πυροβολισμούς μπορούσε να κρατη τη συ¬νοχή της. Η βασίλισσα κι οι κυρίες της ακολουθίας της υποχρεωθήκανε να προχωρούν πεζοπορώντας πολλά χιλιόμετρα, γιατί τα κουρασμένα άλογα δεν παρέχανε καμιά σιγουριά εκεί πού πατούσαν το μυτερό θρυψαλιασμένο πέ¬τρωμα ή τις απότομες πάντες των βράχων από γκρεμούς πού ανοίγανε κάτω να τα δεχτούν. Ωστόσο μας αποζημίωσε για όλα τα βάσανα του δρόμου η ομορφιά της κοιλάδας που συναντήσαμε κλεισμένη ολόγυρα με τις δασωμέ¬νες κορφές της βουνοσειράς, το χαρούμενο πράσινο των λόφων πού σκέπαζαν οι καστανιές κι η σοβαρότητα που κρατούσαν τα ευγενικά έλατα ντυμένα τη μαύρη τους φορεσιά. Από το πιο ψηλό σημείο—πιο ψηλά από 4.000 πόδια από της θάλασσας την επιφάνεια—χαίρεται κανείς να βλέπη ανάμεσα από τις λιγερές κορμοστασιές των ελατών, το συναρπαστικό θέαμα πού προβάλ¬λει σ' ολόκληρο το νότιο τμήμα της Ευβοίας, η Βοιωτία ως τον Ελικώνα κι η Αττική μ’ ένα μεγάλο κομμάτι της. Σε μια από τις πιο ψηλές γούβες περάσαμε μπρος σε καταβόθρα που καταχωνιάζονται όσα νερά κατρακυλούν από τα γύρω υψώματα, όταν λειώνουν — την άνοιξη — τα χιόνια. Ύστερα από οχτάωρη πορεία άνθρωποι και ζά απόκαμαν, ενώ το χωριό πού είχε οριστεί για το πρόγευμα, οι Στρόπωνες (ή Στρόπωνες, ίσως Στρόμβωνες) ήτανε μακριά ακόμη, κάτω σ’ ένα στενό φαράγγι που κατάληγε βορειοανατο¬λικά στη θάλασσα. Πεζέψαμε λοιπόν σε μια πηγή και σιγάσαμε την πείνα μας με ότι βρέθηκε, μαύρο ψωμί και λίγο τυρί πού είχαν εφόδιο οι οδηγοί. Αναζωογονημένοι ξεκινήσαμε και, σε άλλες δυο ώρες, φθάσαμε στο βουνοχώρι πού πηγαίναμε. Αυτουνού οι κάτοικοι, πιο πολύ οι γυναίκες, σπάνια ή ποτέ δεν επικοινώνησαν με τον άλλο κόσμο πού βρισκόταν πίσω από το βουνό - χαράκωμα τους.
Γι' αυτό κοιτάζανε τη βασιλική συνοδεία με άσβηστη περιέργεια. Μ' όλη μας την καρδιά θα περνούσαμε τη νύχτα στις Στρόπωνες. Αλλά είχανε στεί¬λει μπροστά, από πιο βολικό δρόμο, στη Στενή («το Στενϊ») τις αποσκευές. Και δεν έμενε παρά να καβαλικέψουμε ξανά και να κάμουμε άλλες τρεις ώρες δρόμο, ανάμεσα σε τόπους άγριας, βέβαια, ομορφιάς, κι ανάμεσα σ' ένα πυκνό καστανοδάσος διασελώνοντας όμως μια ράχη 3000 ποδιών και κατε¬βαίνοντας απότομες πλαγιές. Πεθαμένοι από την κούραση φτάσαμε στη Στενή, μικρό χωριό στα νοτιοδυτικά της βουνοσειράς, σχεδόν στην έξοδο ενός φαραγγιού απ' όπου αρχίζει ο κάμπος. Το χωριό πήρε το όνομα από το στενό φαράγγι. Μια που τα σπίτια ήταν πολύ μικρά ανάψανε φωτιά στο ύπαιθρο και καθήσαμε στο τραπέζι με τά πανωφόρια.
Από δω ως τη Χαλκίδα μέναν για τις 11 του Οκτώβρη πέντε ολόκλη¬ρες ώρες καβαλαρία στην αρχή ανάμεσα από λόφους, υστέρα από μια γυμνή κι ελάχιστα ελκυστική πεδιάδα με θέα δεξιά προς τον πορθμό της Εύβοιας και τις ακτές της Βοιωτίας. Μισή ώρα πριν από την πόλη βρήκαμε εργάτες που φυτεύοντας εν’ αμπέλι, σκοντάψανε σε πολλούς αρχαίους τάφους. Μόνο που ο στολισμός τους ήταν φτωχός. Μονάχα ένα συντρίμμι μικρού δοχείου από μαύρο χώμα ψημένο είχε στην ομαλή επιφάνεια παραστάσεις αξιοπρό¬σεχτες. Ανάμεσα σ' αυτές ήταν ένας Αίαντας σε μαχητική στάση με το όνομά του γραμμένο με χαρακτήρες της ρωμαϊκής εποχής ΑΙΑC.
Κατά το αρχικό πρόγραμμα έπρεπε από τη Χαλκίδα να γυρίσουμε στην Αθήνα. Aλλά ήταν τόσο γλυκειά ή θερμοκρασία του χινόπωρου και τόσο αναζωογονητική κι ευεργετική η απόλαυση του ταξιδιού κι οι ειδήσεις από την πρωτεύουσα τόσο ικανοποιητικές, ώστε οι Μεγαλειότητες τους άποφασίσανε να συνεχίσουν την εκδρομή προς τη Λαμία. Στείλαμε λοιπόν αγγελιο¬φόρο να πάη την εϊδηση στην Αθήνα και χρησιμοποιήσαμε την υπόλοιπη ημέρα στη Χαλκίδα κάνοντας ετοιμασίες για τη συνέχεια της εκδρομής.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου