Κυριακή 1 Φεβρουαρίου 2015

ΕΘΙΜΑ ΑΠΟΚΡΙΑΣ ΣΤΗΝ ΚΥΜΗ


ΕΘΙΜΑ ΑΠΟΚΡΙΑΣ ΣΤΗΝ ΚΥΜΗ

Αποκριές χαρακτηρίζεται η περίοδος των τριών εβδομάδων πριν από την Καθαρή Δευτέρα. Περιλαμβάνει τις τέσσερις Κυριακές:
Κυριακή του Τελώνου και του Φαρισαίου
 Κυριακή του Ασώτου.
 Κυριακή των Αποκρέω
Κυριακή της Τυρινής
Η λέξη αποκριά σημαίνει τον αποχαιρετισμό της περιόδου της κρεατοφαγίας (απο – κρεω = αποχή από το κρέας). Ο πατέρας της ελληνικής λαογραφίας, Νικόλαος Πολίτης, γράφει, ότι τα αποκριάτικα έθιμα έχουν τις ρίζες τους στα Λουπερκάλια των αρχαίων Ρωμαίων, που άρχιζαν στις 15 Φεβρουαρίου και γιόρταζαν τη γονιμότητα της γης και των ζώων.
Από την Εκκλησία οι αποκριές καθιερώθηκαν προς τα τέλη του 6ου αιώνα, σήμερα όμως, έχουν χάσει την αρχική σημασία τους και πλέον είναι ταυτόσημες για τους περισσότερους ως περίοδο μεταμφιέσεων, γλεντιού και ελευθεριότητας πριν τη Σαρακοστή.
Καρναβάλι. Λέξις Λατινική σύνθετη προέρχεται από τις λέξεις came = κρέας και vale = χαιρετώ. Οι Απόκριες είναι η εισαγωγή στην περίοδο της Μεγάλης Σαρακοστής. Αποτελεί τρόπον τινά μια περίοδος εκτόνωσης πριν από τη Σαρακοστή που ξεκινά την Καθαρή Δευτέρα.
Πολλά και διαφορετικά είναι τα έθιμα που διαδραματίζονται την περίοδο αυτή. Σχετίζονται δε με τις λατρευτικές εκδηλώσεις προς τιμήν του Θεού Διονύσου. Γι΄ αυτό και βλέπουμε ότι την περίοδο αυτή κυριαρχεί το κέφι, ο ενθουσιασμός, η αθυροστομία, τα πειράγματα, οι αστεϊσμοί και βέβαια οι μεταμφιέσεις. Όλα αυτά δίνουν έναν εντελώς ιδιαίτερο τόνο και κάνουν αυτές τις μέρες της χαράς και της διασκέδασης ιδιαίτερα διασκεδαστικές τόσο για τα παιδιά όσο και για τους μεγάλους, που βρίσκουν την ευκαιρία να ξαναγίνουν παιδιά.
Στην περιοχή της Κύμης τον εορταστικό τόνο έδιναν οι παρέες των μεταμφιεσμένων. Κυκλοφορούσαν στους δρόμους, γύριζαν τα σπίτια τραγουδούσαν άσεμνα και σκωπτικά τραγούδια. Οι μεγάλοι, όπου πήγαιναν, έπιναν και πείραζαν, αγνώριστοι μέσα στις αποκριάτικες φορεσιές τους.
Στη συνέχεια, ακολουθούσαν τ' αποκαλυπτήρια των μασκαράδων, έπαιρναν τον τελευταίο μεζέ και αφού αντάλλασαν ευχές για καλές αποκριές και καλή σαρακοστή συνέχιζαν σε άλλη γειτονιά.
Η ενδυμασία αποτελείτο από διάφορα παλιά ρούχα που υπήρχαν στο σπίτι, κι έτσι μπορούσε να ντυθεί κάποιος γυναίκα, να παριστάνει τον πλούσιο λιμοκοντόρο, το γιατρό, τη μαμή και άλλα επαγγέλματα της εποχής. Το πιο συνηθισμένο μασκάρεμα ήταν οι άντρες να φορούν γυναικεία ρούχα, ενώ οι γυναίκες έβρισκαν ευκαιρία να ντυθούν άντρες.
Η πρώτη εβδομάδα των Απόκρεω, ονομάζεται «προφωνή» ή «προφωνήσιμη»  και δεν τηρείται η νηστεία της Τετάρτης και της Παρασκευής. Την ονόμαζαν έτσι από τα βυζαντινά χρόνια, επειδή κήρυκες προειδοποιούσαν για τον ερχομό της αποκριάς. Καλούσαν δε τον νοικοκύρη να εξοικονομήσει χρήματα για να περάσει καλά τις ημέρες της Αποκριάς.
Κατά τους βυζαντινούς χρόνους:
Προφωνούμαι σοι πτωχέ,
Το σακκίν σου πώλησον
Και την εορτή σου διαβίβασον
Στα χρόνια της τουρκοκρατίας και αργότερα:
Προφωνούσιμη βδομάδα,
Προφωνέσου, νοικοκύρη,
Κι αν δεν έχει το πουγγί σου,
Πάρε πούλα το βρακί σου.

Η δεύτερη εβδομάδα της Αποκριάς ονομάζεται «κρεατινή» επειδή το φαγητό τους περιελάμβανε κρέας, όλες τις μέρες εκτός της Τετάρτης και της Παρασκευής που δεν έτρωγαν ούτε λάδι, λέγοντας πως οι δύο μέρες αυτές «έχουν φύγει» από τη Σαρακοστή. Την έλεγαν και «άρτσι – βούρτσι», επειδή έτρωγαν απ΄ όλα.
Αποκορύφωμα της εβδομάδας αυτής ήταν η Πέμπτη, η λεγόμενη «τσικνοπέμπτη» ή «τσικνοπέφτη», κατά την οποία γινόντουσαν οικογενειακές ή φιλικές συγκεντρώσεις και «τσίκνιζαν», έψηναν δηλαδή στη φωτιά κρέας, χοιρινό ή άλλο και όλη η γειτονιά μοσχομύριζε από τη τσίκνα του φαγητού. Έτρωγαν, έπιναν, τραγουδούσαν, χόρευαν, ντυνόντουσαν μασκαράδες. 
Η τρίτη εβδομάδα, η λεγόμενη «της Τυρινής» δεν επιτρέπεται η κατανάλωση κρέατος. Το μενού περιελάμβανε φτιαχτά μακαρόνια, τυροπιτάρια, γαλατόπιτες και γενικά φαγητά με κύριο συστατικό το γάλα, το τυρί και το αυγό. Η εβδομάδα αυτή αποτελούσε γέφυρα από την απόλυτη κρεατοφαγία της προηγούμενη εβδομάδας στην μεγάλη νηστεία που ξεκινούσε την επόμενη εβδομάδα.
Ο εορτασμός της Αποκριάς κορυφωνόταν την τελευταία Κυριακή, την Κυριακή της Τυρινής. Το πρωί, όλη η οικογένεια, μικροί και μεγάλοι, φορούσαν τα γιορτινά τους και πήγαιναν στην εκκλησία. Το μεσημέρι έστρωναν το τραπέζι και το γλέντι κρατούσε όλη την ημέρα με χορό και τραγούδι. Το τραγούδι που τραγούδαγαν συνήθως ήταν «Η πιπεριά»:
Πως το τρίβουν το πιπέρι του διαόλου οι καλογέροι
Με το γρόθο τρίβουντο σκορδοκοπανίζουντο.
Με το γόνα τρίβουντο σκορδοκοπανίζουντο
Με τη μύτη τρίβουντο σκορδοκοπανίζουντο.
Με την πλάτη τρίβουντο σκορδοκοπανίζουντο.
Με τη φτέρνα τρίβουντο σκορδοκοπανίζουντο. κ.λ.π.
Κάθε φορά έπεφταν όλοι κάτω και έκαναν πως έτριβαν πάνω στο πάτωμα πότε με το αυτί, πότε με τον αγκώνα, κ.λ.π. Κάποιες φορές, χρησιμοποιούσαν πιο τολμηρές λέξεις και τα μιμητικά στοιχεία, όπως προαναφέρθηκε, δεν ήσαν και πολύ σεμνά.
Για να σηκωθούν τραγουδούσαν σε γρήγορο ρυθμικό σκοπό:
«Για σηκωθείτε παλληκάρια με σπαθιά και με κοντάρια».

Την Καθαρή Δευτέρα το φαγητό ήταν «Σαρακοστιανό» και περιελάμβανε λαγάνα, ελιές, κρεμμύδια, χαλβά, ταραμά, ξιδερά, βρεχτοκούκια και ότι άλλο σαρακοστιανό διέθετε η κάθε οικογένεια. Ο χορός συνεχιζόταν και σήμερα με τους άντρες να μουτζουρώνονται με τηγάνια. Η Πιπεριά είχε την τιμητική της και σήμερα. Τα πιο παλιά χρόνια οι κάτοικοι έπαιρναν τα σαρακοστιανά τους και πήγαιναν στα χωράφια την ημέρα αυτή. Οι Κουμιώτες και κάτοικοι των παραλιακών χωριών κατέβαιναν στη θάλασσα και γύριζαν σπίτι με το ηλιοβασίλεμα. Όλη η βδομάδα ονομάζεται «Καθαρή εβδομάδα» και συνηθίζεται μέχρι και σήμερα να τη νηστεύουν. Η ευχή δε που δίνουν είναι «Καλή Σαρακοστή».

Οι εκδηλώσεις αυτές χάθηκαν σιγά – σιγά με το πέρασμα του χρόνου. Επικράτησαν όμως από τις τοπικές κοινωνίες οργανωμένες εορταστικές εκδηλώσεις με άρματα και αποκριάτικες στολές. Τα τελευταία χρόνια μάλιστα γίνεται προσπάθεια σε διάφορα μέρη της Ελλάδος να αναβιώσουν παραδοσιακά αποκριάτικα έθιμα. Ένα από τα έθιμα που γίνεται σε πολλά μέρη της πατρίδας μας είναι η αναβίωση του εθίμου  «το γαϊτανάκι».
Δεκατρία άτομα χρειάζονται για να στήσουν το χορό. Ο ένας κρατά ένα μεγάλο στύλο στο κέντρο, από την κορυφή του οποίου ξεκινούν 12 μακριές κορδέλες, οι λεγόμενες γαϊτάνια, καθεμιά με διαφορετικό χρώμα. Γύρω από το στύλο, 12 χορευτές κρατούν από ένα γαϊτάνι και χορεύουν μαζί, σε 6 ζευγάρια, τραγουδώντας παραδοσιακά τραγούδια. Καθώς κινούνται γύρω από το στύλο, κάθε χορευτής εναλλάσσεται με το ταίρι του κι έτσι όπως γυρνούν πλέκουν τις κορδέλες γύρω από το στύλο δημιουργώντας χρωματιστούς συνδυασμούς. Όταν πια οι κορδέλες τυλιχτούν γύρω από το στύλο και οι χορευτές χορεύουν όλο και πιο κοντά σε αυτόν, τότε ο χορός τελειώνει και το στολισμένο γαϊτανάκι μένει να θυμίζει το αποκριάτικο πνεύμα.
Την περίοδο της αποκριάς και την πρώτη εβδομάδα των Νηστειών, τρία ήταν τα ψυχοσάββατα που τουλάχιστον τα χρόνια που εμείς είμαστε μικροί συνήθιζαν να κάνουν στα χωριά μας.
·         Το ψυχοσάββατο της Αποκριάς, μνήμη πάντων των απ’  αιώνος κεκοιμηθέντων ορθοδόξων χριστιανών.
·         Το ψυχοσάββατο της τυρινής, μνήμη όλων των εν ασκήσει λαμψάντων Αγίων, ανδρών και γυναικών.
·         Το ψυχοσάββατο των Αγίων Θεοδώρων (το πρώτο Σάββατο της Σαρακοστής), μνήμη του διά κολλύβων θαύματος του Αγίου Μεγαλομάρτυρος Θεοδώρου του Τήρωνος.
Παραθέτουμε, στη συνέχεια, αυτούσια τα κείμενα από τρία παλαιότερα βιβλία που αναφέρονται στις εκδηλώσεις της Αποκριάς στην περιοχή μας.

ΑΠΟΚΡΙΕΣ
Από το βιβλίο του ΔΗΜΗΤΡΗ ΣΕΤΤΑ «ΕΥΒΟΙΑ ΛΑΪΚΟΣ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ»

Όταν άνοιγε το Τριώδιο, μέχρι την Καθαρή Δευτέρα, διασκέδαζαν μέσα στα σπίτια. Μαζεύονταν συγγενείς, φίλοι, γείτονες με τα φαγητά τους και τα κρασιά τους. Και άρχιζε το φαγοπότι και το γλέντι. Ξενυχτούσαν, χόρεβγαν μέχρι το πρωί και τραγουδούσαν.
Την Κρεατινή Αποκριά σφάζανε κοκόρους και τους κάνανε γεμιστούς. Σύμφωνα με το έθιμο, η αρραβωνιασμένη κόρη έπρεπε να σφάξει κόκορα και να τον γεμίσει και να τον πάει στην πεθερά, στον γαμπρό. Κι ο κόκορας νάναι χρονιάτικος και όχι παλιοκόκορας, που νάχει σκληρό κρέας. Όλα για τον γαμπρό, δυνατά κι αδύνατα. Κι αν πρόκειται και γι' αυγά, να βρουν, να εξοικονομήσουν. Όπως το λέει και η σχετική παροιμία:
Για τον γαμπρό γεννάει κι ο κόκορας.
Φκιάχνανε και κρεατόπιτες. Από τα Χριστούγεννα είχανε φυλαγμένο χοιρινό κρέας καπνιστό και πασπαλά (=παχύ χοιρινό κρέας, διατηρείται με λίπος, σφραγισμένο μέσα σε πήλινα δοχεία – βυτίνες). Τον φκιάχναν έτσι που να κρατάει πολύν καιρό. Πασπαλάς σφραγισμένος σε βυτίνες (κ. φ'τίνες), πήλινα αγγεία.
Τη βδομάδα της Τυρινής, τα σπίτια, που σέβονταν την παράδοση, έτρωγαν μόνο τυριά και γαλακτερά. Κάμνανε τα σπιτίσια τα μακαρόνια. Και παίρναν και ένα μέρος από τον χυλό, δηλαδή τον πηχτό ζωμό που βράζανε τα μακαρόνια. Έριχναν λίγο τριμμένο τυρί μέσα ή μυτζήθρα και το έπιναν.
Φτιάχναν επίσης αυγόπιτες, γαλατόπιτες, τυρόπιτες και τυροπιτάρια και ό,τι άλλο είχε σαν βασικό υλικό το τυρί ή το γάλα.
Την Κυριακή της Τυρινής τρώγανε πάντα πίτες με φύλλα, τυρί, αυγά ή και γάλα. Το περίσσευμα, την Καθαρή Δευτέρα ποτές δεν το έτρωγαν, τόριχναν στις κότες που έκαναν αποκριά-πασχαλιά κι αυτές.
Η θεια Βαγγελινή Λιάπη μούλεγε: Κείνα τα χρόνια τις Μεγάλες Απόκριες ξέραμε και γλεντούσαμε όλη τη νύχτα. Γινόμαστε μουτσούνες και χορέβγαμε στα τρία, ώσπου έφεγγε ο Θεός την ημέρα και φεύγαμε ούλοι ευχαριστημένοι. Είχαμε βαρέλια άσπρο κρασί. Το πέρναμε με τον τζέντζερη από το βαρέλι και πίναμε ως το πρωί. Φεύγαμε και μας εύχονταν Χρόνια Πολλά και Καλή Σαρακοστή να περάσουμε. Τώρα δεν έχει μήτε Αποκριές, μήτε τίποτε, σβέκανε (= σβήσανε) όλα.
Ντυνόντουσαν, όπως είπαμε, μασκαράδες. Μπαινόβγαιναν στα σπίτια και έξω στους δρόμους και τραγουδούσανε τις παλιές Κουμιώτικες μαντινάδες και τα αποκριάτικα τραγούδια.
Στήνανε χορό στα τρίστρατα, στις γειτονιές, έξω ή και μέσα στις ταβέρνες και όπου υπήρχε κατάλληλος χώρος για χοροστάσι. Χορέβγανε, διασκεδάζανε και τις Κυριακές, όχι μόνο την Αποκριά, με μουσικά όργανα, με τούμπανα και με τη λύρα παλιότερα.
Και στα νεότερα χρόνια με λαγούτα, βιολιά και κλαρίνα. Ονομαστούς οργανοπαίχτες είχε η Κύμη τους Ξηρούς. Ο Νικόλαος Ξηρός έπαιζε κλαρίνο, ο αδερφός τους ο Γιάννης λαγούτο. Οι Ξηροί άφησαν εποχή, ήσαν ταλαντούχοι μουσικοί, ιδιαίτερα ο πρώτος, ο κλαριντζής, που έβγαλε και πολλούς μαθητές.

Στα Βίταλα
Την Κυριακή της Τυρινής Αποκριάς (ο λαός στα τραγούδια του την ονομάζει Μεγάλες Αποκριές) στα Βίταλα που είναι γειτονικά χωριά της Κύμης, ακούγονται βωμολοχικά τραγούδια.
Την Κυριακή, τις απογευματινές ώρες οι γυναίκες μεταμφιέζονται, γίνονται «μ(ου)τσούνοι», μασκαράδες. Γυρίζουν από γειτονιά σε γειτονιά, τρώνε, πίνουν κρασί, μεθοκοπάνε, τραγουδάνε και χορεύουν και λένε αδιάντροπα τραγούδια.
Την επομένη μέρα, την Καθαρά Δευτέρα, συνεχίζουν οι άντρες το τραγούδι, το πιοτό και τις βωμολοχίες. Γυρίζουν από μαγαζί σε μαγαζί και από σπίτι σε σπίτι. Αυτοί δεν μεταμφιέζονται.
Το έτος 1980 ολόκληρο το χωριό συμμετείχε στο αποκριάτικο αυτό γιορτάσι. Είχε ρεύσει άφθονο το κοκκινέλι και παντού άκουγες τραγούδια, γέλια, χαρές, ξεφωνητά. Τις μέρες αυτές από την Κύμη και από τα άλλα γύρω χωριά πήγαν κόσμος και κοσμάκης να ιδούν, ν' ακούσουν και να κάνουν χάζι στα Βίταλα. Το έθιμο συνεχίζεται και σήμερα.

Από το βιβλίο της ΚΑΛΗΣ ΚΑΛΥΒΗ «ΛΑΟΓΡΑΦΙΚΑ ΚΥΜΗΣ ΕΥΒΟΙΑΣ»

Οι αποκρηές στα χωριά γιορτάζονται με φαγοπότι, χορούς και τραγούδια. Μασκαράδες γυρίζουν στους δρόμους και στα σπίτια, πού τούς δέχονται με χαρά, γιατί τούς φέρνουν γούρι και προσπαθούν να τούς ευχαριστήσουν προσφέροντές τους μεζέδες και καλό κρασί. Τελευταίως κάθονται σ' ένα σπίτι τρώνε και πίνουν στο στρωμένο τραπέζι και τραγουδούν τραγούδια του τραπεζίου, ως έξης :

—Χίλιων καλώς την βρήκαμε την τράπεζα στρωμένη,
και κείνοι πού την στρώσανε άξιοι και τιμημένοι.
—Η ασημένια τράπεζα με τ' ασημένια πιάτα,
ντζοβαϊρένια φαγητά με ζάχαρι γεμάτα.
—Εμείς εδώ δεν ήρταμε να φάμε και να πιούμε,
αλλά σας αγαπούσαμε κι' ήρταμε να σας δούμε.
—Χίλιων καλώς εσμίξαμε βενετικά ζουρμπούλια,
ποτέ να μη σας λείψουνε χαρές και τα τραγούδια.
Οι οικοδεσπόται απαντώντες, λένε :
—Χίλιων καλώς ορίσατε, φίλοι αγαπημένοι,
πάντα νάστε χαρούμενοι και καλοκαρδισμένοι.
—Σας φχαριστούμε πούρτατε στο σπίτι μας για χάρη
του χρόνου νάσαστε καλά, να ξαναρτείτε πάλι...

Στους αποκρηάτικους χορούς των είναι απαραίτητον το σύνηθες αποκρηάτικο τραγούδι :
—Μια φορά είν'οι λεβεντειές και μιά φορά ν' τα νειάτα
και μια φορά 'ν' οι αποκρηές που πίνουν τα γεμάτα.
Κέρνα καλή μου κέρνα, να ζεις ευτυχισμένα...»

Τα κορίτσια φροντίζουν να κλέψουν από το τραπέζι ένα μακαρόνι, το όποιον κρύφτουν κάτω από το μαξιλάρι τους και πιστεύουν πως αυτό θα τούς φανερώσει στον ύπνο τους τον μέλλοντα σύζυγόν τους.

Από το βιβλίο «Το χωριό μου ο Πύργος της Κύμης»
του Απόστολου Μυλωνά - 1997
Οι Απόκριες

Το αποκριάτικο γλέντι άρχιζε από την Κυριακή του Τελώνου και Φαρισαίου, οπότε άνοιγε το Τριώδιο και συνεχιζόταν αμείωτο μέχρι την Κυριακή της Τυρινής και την Καθαρά Δευτέρα, που ήταν η πρώτη μέρα της Μεγάλης Σαρακοστής.
Οι διασκεδάσεις γίνονταν σε διάφορα σπίτια, όπου μαζευόντουσαν συγγενείς, φίλοι και γείτονες, με τα φαγητά τους κι έτρωγαν, έπιναν, τραγουδούσαν και χόρευαν. Έπρεπε, όλοι, να είναι μασκαρεμένοι και να φοράνε μουτσούνες (προσωπίδες). Συχνά υπήρχαν και απρόσμενες επισκέψεις. Μέσα στη νύχτα, που το κέφι ήταν στο αποκορύφωμα του, άνοιγε ξαφνικά η πόρτα και ορμούσαν μέσα, απροειδοποίητα, τέσσερις-πέντε φουστανελλάδες, βρακάδες, με μουτσούνες κι έπιαναν το χορό, αμίλητοι. Δεχόντουσαν τα κεράσματα, χαιρετούσαν, σηκώνοντας ψηλά το ποτήρι κι έφευγαν, χωρίς να τους ανα¬γνωρίσει κανείς . Ποίοι ήταν; Θα το μάθαιναν, την άλλη μέρα, από τους ίδιους, θα ήταν συγγενείς ή φίλοι, που "σκασμένοι στα γέλια" θα φανέρωναν την ταυτότητα τους. Αυτές οι επισκέψεις ήταν μέσα στο αποκριάτικο πρόγραμμα, χωρίς παρεξηγήσεις.

Η Καθαρά Δευτέρα
"Καλώς την τη Σαρακοστή, με σκόρδα και κρεμμύδια και με νερόβρεχτα κουκιά και με ψημένα μύδια".
Το γλέντι, που είχε αρχίσει, από την προηγούμενη μέρα, δηλαδή την τελευταία Κυριακή της Αποκριάς, συνεχιζόταν στις αυλές των σπιτιών, στα καφενεία, αλλά και έξω από το χωριό, στο ύπαιθρο, πιο έντονο, πιο πικάντικο, αδιάντροπο, με γλώσσα αχαλίνωτη, χωρίς όμως καμιά παρεξήγηση.
Θυμάμαι μια χρονιά, μια παρέα από έξι μασκαρεμένους που, με τα παράξενα καμώματα τους, είχαν βγάλει στους δρόμους όλο το χωριό, μικρούς και μεγάλους.
0 ένας είχε μασκαρευτεί σε ασχημομούρα γριά, καμπούρα και γκαστρωμένη. Πήγαινε μπροστά, σκόρπιζε άχυρα, που είχε σ' ένα ταγάρι, κρεμασμένο στον ώμο της κι έκανε ότι...δείχνει τάχα το δρόμο στους άλλους, που ακολουθούσαν.
Πίσω του, ακολουθούσε κάποιος με άσπρη γενειάδα, φτιαγμένη κακότεχνα, από μαλλιά προβατίνας. Φορούσε μια κουρελιασμένη αρχαία χλαμύδα. Στο ένα χέρι κρατούσε αναμένο λαδοφάναρο και στ' άλλο μια ταμπελίτσα που έγραφε, με κεφαλαία γράμματα "ΑΝΘΡΩΠΟ ΖΗΤΩ". Προφανώς παρίστανε τον αρχαίο φιλόσοφο Διογένη
0 τρίτος έκρυβε το πρόσωπο του με μουτσούνα (προσωπίδα), με γουρνίσια μύτη. Φορούσε νυχτικιά άσπρη, μακριά, ως τον αστράγαλο, με φαρδιά μανίκια και το κεφάλι του ήταν σκεπασμένο με άσπρη πλεχτή, μάλλινη σκούφια με φουντίτσα, όπως συνήθιζαν να φορούν μερι¬κοί φαλακροί, για να προφυλάσσονται από το κρύο. Αυτός είχε κρεμάσει στο λαιμό του δύο ταμπελίτσες, μία μπροστά στο στήθος και μια πίσω στην πλάτη, που έγραφαν "ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΕΙΜΑΙ". Στο χέρι κρατούσε ένα καθίκι (πήλινο σκεύος, σε σχήμα γλάστρας), με χερούλι, το εσωτερικό του οποίου ήταν λείο. Το χρησιμοποιούσαν τότε όσοι απέφευγαν να βγουν τη νύχτα, από το σπίτι, για να πάνε στο αποχωρητήριο, που δεν υπήρχε τότε μέσα στα σπίτια, αλλά στην πιο ακραία γωνία της αυλής, προχείρως και ατελώς κατασκευασμένο. Αυτός, λοιπόν, ο μασκαράς, ο οποίος είχε αποσπάσει την προσοχή και το ενδιαφέρον όλων, τοποθετούσε το αντικείμενο που κρατούσε καταμεσής του δρόμου, καθόταν πάνω σ' αυτό, ενώ ένας άλλος της παρέας, μασκαρεμένος και αυτός, με ένα χωνί, από χοντρό χαρτόνι, φώναζε: "μεριάστε, ο άνθρωπος θέλει να χέ...." κι άλλα αηδιαστικά και πρόστυχα, τα οποία, λόγω της ημέρας, δεν προκαλούσαν παρεξηγήσεις. Όταν σηκωνόταν, σήκωνε ψηλά τη νυχτικιά του, για να φανεί το λευκό μακρύ σώβρακο του, που στο πίσω μέρος ήταν "μπλαστρωμένο" με ....πετιμέζι. Στη συνέχεια, έβαζε τα δάχτυλα του μέσα στο καθίκι, που είχε κι αυτό πετιμέζι και τα έγλυφε λαίμαργα, προτείνοντας στον κόσμο που παρακολουθούσε να κάμει το ίδιο, αλλά αυτοί τραβιόντουσαν με αποτροπιασμό και αηδία!
Ένας άλλος μασκαρεμένος, της ίδιας παρέας και αυτός, έτρεχε πέρα -δώθε, μπρος- πίσω, κρατούσε μακρύ καλάμι, στο οποίο είχε δέσει ένα σπάγκο μ' αγκίστρι. Στα χέρια του, κρατούσε επίσης, ένα καλαθάκι, μ' ωραία ξερά σύκα. Κάθε τόσο έβαζε στ' αγκίστρι ένα σύκο και πρόσφερε στον κόσμο.
Ο τελευταίος, που ακολουθούσε, ήταν μασκαρεμένος σε γυναίκα. Φορούσε επίσημη, κουμιώτικη φορεσιά, με τσεμπέρι και κρατούσε ανοιχτή, χρωματιστή ομπρέλα, για να προφυλάσσεται τάχα από τον καυστικό ήλιο. Με ωραία γελαστή προσωπίδα, παρακολουθούσε "αφ' υψηλού" τα γενόμενα.

Η πορεία των μασκαράδων συνεχιζόταν στα στενά δρομάκια του χωριού. Οι χωριανοί απολάμβαναν δωρεάν ένα υπέροχο θέαμα και τον ανοιξιάτικο ήλιο.

Δεν υπάρχουν σχόλια: