Τρίτη 24 Μαρτίου 2015

Η ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ ΤΟΥ 1821 ΣΤΗΝ ΚΥΜΗ

ΝΙΚΟΛΑΟΣ ΚΡΙΕΖΩΤΗΣ

Μετά την έναρξη της επανάστασης στην Ελλάδα στην Εύβοια τα πράγματα ήταν πολύ δύσκολα για τους Έλληνες. Η Εύβοια δεν διέθετε διακεκριμένα πρόσωπα την εποχή εκείνη, στην Φιλική Εταιρεία δε είχαν μυηθεί πολλοί λίγοι. Η κατάσταση των κατοίκων ήταν κακή, μια και στην περιοχή κατοικούσαν Τούρκοι οι οποίοι θεωρούντο άγριοι και από τους πιο αιμοσταγείς. Επί πλέον η οχύρωση που είχαν στα δύο κάστρα της Χαλκίδας και της Καρύστου ήταν πολύ καλή. Επί πλέον ο Διοικητής της Καρύστου ο Ομέρ Μπέης ήταν από τους πιο αδίστακτους και αιμοσταγείς Τούρκους.

Όταν οι Τούρκοι πληροφορήθηκαν τις μυστικές κινήσεις των Ελλήνων συνέλαβαν τους προκρίτους των πόλεων και κωμοπόλεων ομήρους, προκειμένου να εκβιάσουν τους Έλληνες να μην εξεγερθούν. Έτσι λοιπόν αρχές Απριλίου του 1821 φυλακίσθηκαν μεταξύ άλλων και οι πρόκριτοι της Κύμης Ιωάννης Αστέρης, οι αδελφοί Νικόλαος και Ιωάννης Ζαχαρόπουλος, και από τον Καστροβαλά ο Σταμάτιος Νικολάκης. Από τους παραπάνω οι Ιωάννης Ζαχαρόπουλος και Σταμάτης Νικολάκης αποκεφαλίσθηκαν ενώ ο Ιωάννης Αστέρης εφονεύθη. Ο μόνος που γλύτωσε με παρέμβαση του Ομέρ Μπέη της Καρύστου ήταν ο Νικόλαος Ζαχαρόπουλος.
Παρ’ όλα αυτά οι Ευβοείς δεν έμειναν απαθής στην Εθνική υπόθεση. Έτσι λοιπόν στις 8 Μαϊου του 1821 ξεκίνησε η επανάσταση στην Εύβοια από το Ξηροχώρι (σημερινή Ιστιαία). Αρχηγός ορίσθηκε ο Γεώργιος Βερούσης Μουστανάς, πρώτος ξάδερφος του Οδυσσέα Ανδρούτσου, από τις Λειβανάτες. Η πρώτη προσπάθεια να πολιορκήσουν την πόλη της Χαλκίδας απέτυχε κι έτσι ο Βερούσης καθαιρέθηκε και αρχηγός ανέλαβε ο Αγγελής Γιοβγίνας ή Γοβιός.
Μετά την αποτυχημένη προσπάθεια για εξέγερση της Εύβοιας που έγινε στην περιοχή του Ξηροχωρίου της Βόρειας Εύβοιας και την Χαλκίδα, ο Πρωτοσύγγελος Μακάριος Βαρλαάμ μαζί με άλλους φεύγουν για την Κύμη με σκοπό να ζητήσουν πολεμοφόδια και να τους ξεσηκώσουν. Στο δρόμο προς την Κύμη συνάντησαν απεστελμένους από την Κύμη οι οποίοι μετέφεραν 4 φορτώματα πολεμοφόδια για να ενισχύσουν την υπόθεση της επανάστασης. Ο Βαρλαάμ τους μετέφερε τα μηνύματα της καταστροφής και όλοι μαζί γύρισαν στην Κύμη για να εκτιμήσουν την κατάσταση.
Εν τω μεταξύ την περίοδο αυτή ο Ομέρ Μπέης της Καρύστου στέλνει απεσταλμένους στην Κύμη και ζητάει να ετοιμάσουν 300 καταλύματα και τρόφιμα για τον στρατό του επειδή όπως ανέφερε σκόπευε να τους επισκεφθεί. Περισσότερο όμως για επίδειξη και εκφοβισμό το έκανε φοβούμενος εξέγερση.
Έτσι λοιπόν στην Κύμη επικρατούσαν διάφορες απόψεις για το θέμα της εξέγερσης, και η απάντηση που έδωσαν στον Βαρλαάμ ήταν να περιμένουν ακόμη επειδή δεν ήταν έτοιμοι να ξεσηκωθούν.
Πρόκριτοι την περίοδο αυτοί στην Κύμη ήταν ο Γεώργιος Αστέρης και ο Δημήτριος Γιαννάκης.

Ο Βερούσης αφού έλαβε αρνητική απάντηση από τους Κυμαίους, έστειλε για να πείσει τους Κυμαίους στην υπόθεση της επανάστασης τον γιατρό Γεώργιο Βαλτινό με 25 παλικάρια. Στις νέες συζητήσεις συμετείχαν και οι Δημήτριος Χειλαράς και Δημήτριος Δήμου από την Κύμη καθώς και ο Δημήτριος Δεληγεωργίου από τον Καστροβαλά.
Κατά τη διάρκεια των συζητήσεων και προσπαθώντας ο Βαλτινός να εμψυχώσει τους κατοίκους και να τους πείσει να εξεγερθούν, αποκεφάλισε 9 Τούρκους στον Καστροβαλά. Έτσι οι Κυμαίοι και οι κάτοικοι των γύρω περιοχών αποφάσισαν να υψώσουν τη σημαία της Επαναστάσεως, στο λόφο Ίντζου. Ο λόφος Ίντζου είναι ο λόφος που βρίσκεται μετακύ Καλημεριάνων και Κύμης, όπου σήμερα βρίσκεται η κεραία του ΟΤΕ. Οπλαρχηγοί ορίσθηκαν οι Γεώργιος Ιωάννου Παππάς, Γεώργιος Γιαννάκης και Δημήτριος Δήμου. Οι οποίοι άρχισαν αμέσως να οχυρώνουν την Κύμη μέχρι και την Λιανή Άμμο.

Ο Όμέρ μπέης μόλις πληροφορήθηκε τα γεγονότα της Κύμης, εκστρατεύει από την Κάρυστο με 300 διαλεχτούς στρατιώτες για να πνίξει την επανάσταση και να καταδιώξει τους επαναστάτες. Ο Ομέρ Μπέης, προχωρά και φθάνοντας πολιορκεί την Κύμη. Οι Κυμαίοι και οι κάτοικοι της γύρω περιοχής με την εμφάνιση των Τούρκων σκορπίσθηκαν άλλοι στα γύρω βουνά, άλλοι στη νησίδα Χιλή και άλλοι στα καράβια που είχαν αγκυροβολήσει ανοικτά της Λιαννή Άμμου. Ο Ομέρ Μπέης αφού κατέλαβε την Κύμη, έκαψε τα μισά σπίτια. Στη συνέχεια αφού έκαψε την Ενορία και τον Καστροβαλά, προχώρησε προς την Λιανάμμο. Οι Κυμαίοι μέσα από τα καράβια κανονιοβολούσαν συνεχώς τους Τούρκους που ήταν στην ξηρά, μια κανονιά μάλιστα χτύπησε και σκότωσε το άλογο του Ομέρ Μπέη ο οποίος έπεσε κάτω. Αμέσως μετά το περιστατικό αυτό, ο Ομέρ Μπέης φοβούμενος μην σκοτωθεί αποσύρθηκε και στρατοπέδευσε στο Οριό.
Ο Γεώργιος Βαλτινός μαζεύοντας λίγα παλικάρια από την περιοχή οχυρώνεται στη θέση Κωλιαρή στο χωριό Κήπους. Αμέσως ο Ομέρ Μπέης σπεύδει κατ’ αυτών και μετά από μικρή αψιμαχία, όπου σκοτώθηκαν ένας από κάθε πλευρά, οι Έλληνες απεχώρησαν. Η κίνηση αυτή εμψυχώνει τους κατοίκους οι οποίοι και με την συμμετοχή του γιατρού Γεωργίου Χρυσοχόου από τις Κονίστρες μαζεύονται στη θέση Κόκα, προκειμένου να αποφασίσουν για την παραπέρα πορεία τους. Στέλνουν αμέσως αγγελιοφόρους τους Γεώργιο Ψυχογιό και Δημήτριο Κουτουρλάρο στον Αγγελή Γωβιό που είχε αναλάβει αρχηγός των εξεγερθέντων στην Εύβοια. Ο Αγγελής Γωβιός από τα Βρυσάκια, περιοχή έξω από την Χαλκίδα όπου είχε στρατοπεδεύσει, σπεύδει στην περιοχή για να ενισχύσει τον αγώνα μαζί με τον Γεώργιο Βαλτινό.
Στη μάχη που έγινε στη θέση Λόκα ο Ομέρ Μπέης υπερισχύει κατά κράτος και στη συνέχεια αφού έκαψε το χωριό Πασά, καθώς και τις θημωνιές των κατοίκων, γύρισε στο στρατόπεδό του, το Οριό.
Γυρίζοντας ο Ομέρ Μπέης πίσω στο Οριό και μαθαίνοντας πως ο ηγούμενος της Μονής Καταράκτου (Άγιος Δημήτριος) Παίσιος που ήταν κοντά στην Οκτωνιά, έδωσε τρόφιμα σε Ελληνικό πλοίο, τον έπιασε μαζί με άλλους, συνολικά 11, με σκοπό να τους σουβλίσει. Πρώτος σουβλίσθηκε ο ηγούμενος και άλλος ένας ακόμη.
Τρίτος στη σειρά για ανασκολοπισμό (σούβλισμα) ήταν ένας γέρων μοναχός από το Μοναστήρι, ο οποίος λόγω της ηλικίας του και του φόβου του μετά δυσκολίας περπατούσε και συνέχεια έπεφτε. Για καλή τύχη όμως αυτού και των άλ¬λων οκτώ, έφθασε γραμματοκομιστής από τη Χαλκίδα που καλούσαν τον Ομέρ Μπέη στη Χαλκίδα επειδή έφθασε εκεί ο Ομέρ Βρυώνης. Αμέσως ο Ομέρ Μπέης χάρισε τη ζωή στους υπόλοιπους Έλληνες («Μπαρμπάτσιδες», έτσι αποκαλούσαν τους Έλληνες), στον δε γέροντα μοναχό που κρατούσε τον σκόλοπα (σούβλα) στα χέρια του είπε: «πήγαινε εις το Μοναστήρι σου να είσαι Ηγούμενος», και αμέσως αναχώρησε για την Χαλκίδα.
Όπως αναφέρει ο Ναθαναήλ Ιωάννου στο βιβλίο του ΕΥΒΟΪΚΑ τις σούβλες υποχρέωσαν τον Αναστάσιο Ψυχογιό από τις Κονίστρες να τις φτιάξη. Μάλιστα τον υποχρέωσαν να φτιάξη και μία για τον εαυτό του. Τη τελευταία όμως στιγμή γλύτωσε αυτός και οι άλλοι συγκρατούμενοι που ήταν έτοιμοι για ψήσιμο.
Μετά την αναχώρηση του Ομέρ Μπέη για την Χαλκίδα, στη θέση του ήρθε ο Μουσελίμης με 1000 άντρες, ο οποίος έσυρε μαζί του τον Δεσπότη της Χαλκίδας Γρηγόριο υποχρεώνοντας τον να νουθετεί τον κόσμο. Στην Κακιά Σκάλα όμως ο Δεσπότης έπεσε από το άλογο και έσπασε το πόδι του. Όπως ήταν, ο Μουσελίνης τον κουβαλούσε μαζί του πάνω σε ένα ξυλοκρέβατο, νομίζοντας ότι οι προτροπές του Δεσπότη για σταμάτημα της επανάστασης θα έπιαναν τόπο. Ο Γρηγόριος όμως προσπαθούσε να δραπετεύσει και σε κάθε ευκαιρία καλούσε κρυφά τον κόσμο να ενισχύσει την επανάσταση. Μάλιστα όπως αναφέρει ο Ναθαναήλ ανέφερε εμπιστευτικά στον Γ. Χρυσοχόο και άλλους γνωστούς του που τον επισκέφθηκαν στο Αυλωνάρι ότι «Έλλην μετά Τούρκου εις το εξής ου δύναται συζήσαι».
Ο Μουσελίνης σταμάτησε στο Αυλωνάρι και έστειλε ντελάληδες στα γύρω χωριά με την υπόσχεση πως αν σταματούσαν την εξέγερση ο Σουλτάνος θα τους λυπηθεί και θα τους συγχωρήσει. Ο κόσμος δεν πίστεψε τα λόγια του Μουσελίνη γιατί ενώ από την μια πλευρά ενώ έταζε αμνηστία και συγχώρεση από την άλλη πλευρά ο στρατός του λεηλατούσε, άρπαζε, βίαζε και δεν άφηνε τίποτε όρθιο. Αφού ρήμαξε την περιοχή γύρισε στην Χαλκίδα.
Οι Κυμαίοι όταν γύρισαν στα σπίτια τους από το νησάκι Χιλή και τα καράβια και είδαν την καταστροφή που τους είχαν κάνει οι Τούρκοι θέλησαν να πάρουν εκδίκηση έτσι στις 7 Ιουλίου του 1821 επιτέθηκαν, στον Μεχμέτ Σόκο που οχυρώθηκε μαζί με άλλους 15 Τούρκους στη θέση Παλιοχώρι, ανάμεσα Λέπουρα και Κριεζά, πλην όμως αποχώρησαν παρ’ ότι οι πολιορκηθέντες Τούρκοι είχαν περιέλθει σε πλήρη απελπισία.
Ο Μεχμέτ Αλή Μπέης, Διοικητής της Καρύστου που αντικαθιστούσε τον Ομέρ Μπέη, έσπευσε με 37 άνδρες προς βοήθεια αυτού. Έτσι κατέλαβαν και πάλι το Παλαιοχώρι. Ό δε Στόκος μετέ¬βη στο Αυλωνάρι και συνέλαβε τον παπά Μανόλη και τον Νικόλαο Γιαννάκη, τους οποίους κρατούσε ομήρους. Επιστρέφων από το Αυλωνάρι περνώντας από το χωριό Νικολέτα, βρήκε ένας από τα Στύρα και τον μετέφερε στα Κριεζά και εκεί του έκοψε τα αυτιά.
Κατά των Τούρκων οι οποίοι είχαν οχυρωθεί στο Παλαιοχώρι, ήλθαν περίπου 800 Κυμαίοι και πολιόρκησαν τους 54 Τούρκους στο Παλαιοχώρι. Οι Τούρκοι έδεσαν σφικτά τους δύο ομήρους που είχαν πάρει, τον Ν. Γιαννάκη και τον Παπά Μανόλη και απειλούσαν να τους σκοτώσουν. Δυστυχώς όμως εφονεύθει ο οπλαρχηγός των Κυμαίων, ο Γεώργιος Ιωάννου Παπάς κι έτσι οι Κυμαίοι απεσύρθησαν. Οι Τούρκοι βρήκαν αμέσως την ευκαιρία και αναχώρησαν για τα Στύρα μαζί με τους δύο ομήρους, οι οποίοι στον Αλμυροπόταμο βρήκαν την ευκαιρία και απέδρασαν και γύρισαν πίσω σώοι και αβλαβείς.
Οι Έλληνες πήραν θάρρος από την αναχώρηση των Τούρκων και κατέλαβαν το Σωληνάριον που βρίσκεται δίπλα στα Κριεζά. Εκεί υπήρχε μια μικρός ναός στο όνομα του Αγίου Νικολάου. Κατ’ αυτών έρχεται με 70 άνδρες ο φρούραρχος Καρύστου στον Δύστο, επιτέθηκε δε κατά των Ελλήνων με το εξής τέχνασμα. Αφού μάζεψε άλογα, όνους και ημιόνους και χωρικούς οι οποίοι κρατούσαν λευκές σημαίας για να φαίνονται πολλοί επιτέθηκε στους Έλληνες στο Σωληνάριο. Αυτοί νομίζοντας ότι οι Τούρκοι είναι πάρα πολλοί ετράπησαν σε φυγή. Κατά την αποχώρηση μάλιστα πληγώθηκε ο ιερομόναχος της Μονής του Σωτήρος Ιωσήφ Ντοβίνος τον οποίον οι Τούρκοι των πρόφθασαν και τον αποκεφάλισαν. Στη μάχη αυτή διακρίθηκαν για την παλικαριά τους μεταξύ των άλλων ο Αναγνώ¬στης Κρεμαστιανός και ο Ανάστασης Αλημπενίσης από το Πιρνάκι.

Ο Ιωάννου Ναθαναήλ στο βιβλίο του περιγράφει και μια ιστορία για κάποιον Κυμαίο που πήγε στο Δύστο να κλέψει στάρι από τις αποθήκες του Ομέρ Μπέη που ήταν εκεί. Γράφει λοιπόν ο Ναθαναήλ με την ορθογραφία της εποχής:
(Κυμαίος τις προς τον Δύστον όδευεν, ίνα σίτον λαφυραγωγήσει από της αποθήκης του Ομέρμπεη. Όντινα δε απήντα ηρώτα να μάθει λέγων, «καλέ, που ‘σαν το στράτευμα» ο δε, εις το Δύστο. «ω καλέ, πήραν τον Δύστο, χαράστο. Τσέντα Μαρία το γάδαρο, τσέντα να πάμε. Αχ καλέ, που δεν πήρ’ ακόμα ένα σάκκο. Καλέ άντε βγαίνω το σώβρακό μου και βάζω καμπόσο τσαμέσα. Άντε καλέ τώρα, σούγλιζε το γάδαρο». Αφού δε οι Τούρκοι διεσκόρπισαν τους ημετέρους, και ίδε τινάς φεύγοντας, σπουδαίως ηρώτησε «καλέ ήντα ‘ναι Τούρκοι, ε καλέ, πιάκανέ μας οι Τούρκοι γύρισε, Μαρία το γάδαρο, γύριστον……».)

Ύστερα από την αποτυχία αυτής της εκστρατείας οι κάτοικοι της Καρυστίας, βρισκόμενοι σε αμηχανία, αποφάσισαν να ζητήσουν από το γενικό αρχηγό Αγγελή Γωβιό να στείλει έναν ικανό αρχηγό, για να αναλάβει τη αρχηγία του αγώνα της επαρχίας Καρυστίας εναντίον των Τούρκων. Ο Αγγελής διόρισε το Νικόλαο Κριεζώτη, πού ήταν γενναίος πολεμιστής και είχε διακριθεί στον πόλεμο, και ιδιαίτερα στα Βρυσάκια εναντίον του Όμέρ Βρυώνη.
Στις αρχές Σεπτεμβρίου 1821 ο Νικόλαος Κριεζώτης με 30 παλικάρια πήγε στην Κύμη για να την εκκαθαρίσει από τους Τούρκους όπου συνάντησε το Βάσο Μαυροβουνιώτη.
Στις 27 Σεπτεμβρίου πολιόρκησε στις Πετριές τον Τούρκο Μαχμούτ Ξυνό, ο οποίος λυμαινόταν την περιοχή του Δύστου. Οι Τούρκοι είχαν οχυρωθεί σε ένα σπίτι και ο Κριεζώτης έβαλε φωτιά και τους εξανάγκασε να παραδοθούν και να συλληφθούν. Μετά την μάχη επέστρεψαν στο Κάδι όπου δημοπράτησαν τα όπλα που πήραν από τους Τούρκους και στη συνέχεια επέστρεψαν στην Κύμη. Τους αιχμαλώτους τους έστειλαν για φύλαξη στη σκούνα του Δ. Γιαννάκη.
Ο Όμέρ μπέης μαθαίνοντας την αιχμαλωσία του επιστάτη του, Μαχμούτ Ξυνού ξεκίνησε με 300 άνδρες να τον ελευθερώσει και να τιμωρήσει τους Κουμιώτες.
Ό Ομέρ, αρχές Οκτωβρίου φθάνοντας στην Κύμη χωρίς να συναντήσει καμία αντίσταση, βάζει για δεύτερη φορά φωτιά και κάνει στάχτη ότι είχε απομείνει από την πρώτη φορά. Το ίδιο επανέλαβε και στον Καστροβαλά, οι κάτοικοι κατέφυγαν και πάλι στα γύρω βουνά τη νησίδα Χιλή και την Σκύρο. Οι Τούρκοι αφού μάζεψαν ότι αγαθό βρήκαν, συνέλαβαν μάλιστα και 70 γυναίκες τις οποίες τις πήραν μαζί τους στο Αυλωνάρι.
Ο Πρωτοσύγγελος Βαρλαάμ επενέβη τότε και ζήτησε να ανταλλάξει τον Μαχμούτ Ξυνό με τις 70 γυναίκες και τον ιεροδιάκονο Νι¬κηφόρο. Ο Ομέρ δέχτηκε αλλά, όπως το συνήθιζαν οι Τούρ¬κοι, αθέτησε την υπόσχεσή του. Αφού πήρε τον Ξυνό άφησε ελεύθερες 65 γυναίκες, αλλά όχι και το Νικηφόρο, τον οποίο αποκεφάλισε. Μεταξύ των γυναικών που κράτησε ήταν και μια πανέμορφη κοπέλα η Μαρία Γιαννάκη την οποία ο Ομέρ Μπέης την κράτησε για το χαρέμι του.
Ο Νικηφόρος Δασκαλάκης, ιεροδιάκονος, ήταν γραμματικός του Όμέρ Μπέη και από τη θέση αυτή γνώριζε και κατέδιδε τα μυστικά του στους "Ελληνες. Έγραψε γράμμα στο Νεόφυτο στην Άνδρο να έρθει με δύναμη και θα του παρέδιδε το κάστρο της Καρύστου. Ό Όμέρ μπεης έπιασε το γράμμα και τον αποκεφάλισε ύστερα από φρικτά μαρτύρια.
Ο Ομέρ Μπέης παρέμεινε στην περιοχή περίπου ένα μήνα και στη συνέχεια επέστρεψε στην Κάρυστο.

Έτσι είχαν τα πράγματα στην περιοχή της Κύμης τον πρώτο χρόνο. Δύο φορές οι Τούρκοι έκαψαν και λεηλάτησαν την Κύμη και τον Καστροβαλά και άρπαξαν ότι βρήκαν από τους κατοίκους.
Μετά τον πρόωρο θάνατο του Αγγελή Γωβιού, την αρχηγία στην Εύβοια ανέλαβαν προσωρινά οι Γιαννάκης Δημητρίου και Νικόλαος Τομαράς. Κάλεσαν μάλιστα σε βοήθεια και τους άλλους οπλαρχηγούς μεταξύ των οποίων και του Κριεζώτη και Βάσσου, στρατοπέδευσαν δε στα Βρυσάκια όπου περίμεναν τον εχθρό.
Ο Ταρκατζής Αλή Πασάς, ο οποίος τον Ιούνιο του 1822 ήρθε από τη Θήβα, επιτέθηκε στους Έλληνες στη θέση Βρυσάκια και μετά από δυνατή μάχη επικράτησε των Ελλήνων.
Μετά την μάχη στα Βρυσάκια, ο Κριεζώτης απεσύρθη στο Κουτουρλομετόχι προκειμένου να στρατολογήσει παλικάρια για τη συνέχιση του αγώνα.
Ό Κριεζώτης στο Κουτουρλομετόχι της Καρυστίας έμεινε στρατολογώντας όσους άνδρες μπορούσε. Εναντίον του ήρθε ο Ταρκατζής Αλή Πασάς, από τη Χαλκίδα με πεζικό και ιππικό. Αυτοί, αφού πέρασαν τα όρη της Σέτας, βρήκαν τον Κριεζώτη καλά οχυρωμένο στο βουνό του Κουτουρλομετοχιου, κοντά στις Κανάλες. Πολέμησαν πολλές μέρες εναντίον του, αλλά δεν κατάφεραν να τον απομακρύνουν από τη θέση που κατείχε. Μια μέρα οι Έλληνες. αν και ήταν πολύ πιο λίγοι από τους Τούρκους, έκαναν επίθεση και ταυτόχρονα έσπασαν μερικές κυψέλες μελισσών πού βρίσκονταν εκεί, οι οποίες σαν σύμμαχοι τους, κέντρωναν τα εχθρικά άλογα και βοήθησαν πολύ, ώστε οι δικοί μας να γυρίσουν σώοι στις θέσεις τους.
Οι Τούρκοι κατάλαβαν ότι δεν μπορούσαν να βλάψουν τον Κριεζώτη με τους άνδρες του, γι’ αυτό αποφάσισαν να αποχωρήσουν και ακολούθησαν άλλο δρόμο. Κατέβηκαν δηλαδή στην περιοχή, των Κονιστρών όπου, πριν από το χωριό Διρρεύματα, παλούκωσαν ένα αιχμάλωτο Θηβαίο που είχαν μαζί τους καί, αφού τον έστησαν όρθιο, γύρισαν στη Χαλκίδα.
Από το 1822 ο Κριεζώτης διορίσθηκε πεντακοσίαρχος ενώ από το 1823 ορίσθηκε αρχηγός της Καρυστίας. Αμέσως διαιρεί τους επαναστατημένους σε λόχους και ορίζει αξιωμαικούς τους Γεώργιο Βαλτινό, Ιωάννη Μέλλιο Ολύμπιο, Τίλια Νικόλαο, Θεόδωρο Καζάνη, Άγγελο Δαφνή και Νικόλαο Καρυστινό. Έφτιαξε μικρό στόλο με 7 πλοία (6 Κυμαϊκά και 1 Υδραίικο) στους οποίους ανέθεσε την φύλαξη των παραλίων. Συνέστησε δωδεκαμελή εφορία η οποία σκοπό είχε να φροντίζει για την τροφή, τους μισθούς, τα πολεμοφόδια και τα λοιπά χρειαζούμενα του πολέμου. Πρόεδρος δε της Εφορίας ορίσθηκε ο Κων/νος Ιωάννου Αστέρης. Όρισε επίσης δύο πληρεξούσιους αντιπροσώπους τους Γεώργιο Κονιστριάτη και Παπαγγελή Κριεζώτη οι οποίοι μετέσχον στην εθνοσυνέλευση που πραγματοποιήθηκε στο Άστρος τον Απρίλιο του 1823.
Στις 23 Μαρτίου του 1823 βγήκε νικητής στη μάχη του Διακοφτίου και ανάγκασε τους Τούρκους κα κλεισθούν στο φρούριο της Καρύστου. Στη συνέχεια στρατοπεδεύει στο χωριό Βατίσι λίγο έξω από την Κάρυστο όπου αρχίζει και οχυρώνει την περιοχή. Στη μάχη που διεξήχθη στις 5-6 Μαϊου του 1823 ο Κριεζώτης ανεδείχθη νικητής και σπεύδει και πολιορκεί την Κάρυστο.
Στις 25 Μαίου όμως αποβιβάζεται μεγάλη Τουρκική δύναμη κι έτσι οι Έλληνες διασκορπίσθηκαν και σταμάτησε η πολιορκία της Καρύστου. Ο Κριεζώτης με μικρή δύναμη έφυγε για την Κύμη.
Οι Τούρκοι μετά την αποβίβασή τους στην Κάρυστο ενώθηκαν με τους ντόπιους και έφτασαν μέχρι το Αυλωνάρι και το Ωριό, φονεύοντας, βασανίζοντας, βιάζοντας και καταστρέφοντας τα πάντα. Ό Κριεζώτης κατέβηκε στους Κήπους και κατέλαβε θέσεις, για να τους εμποδίσει να προχωρήσουν προς την Κύμη. Μόλις όμως έρριξε τους πρώτους πυροβολισμούς, σε λίγα λεπτά οι απέναντι λόφοι γέμισαν από Τούρκους και ο Κριεζώτης αναγκάστηκε να υποχωρήσει και να περάσει στη Σκόπελο. Πολλοί κάτοικοι της περιοχής κατέφυγαν στη Σκύρο και αλλά νησιά για να σωθούν και οι πολλοί ανέβηκαν στους βράχους Σκαρπέτοι πάνω από την περιοχή του Αποκλείστη. Οι Τούρκοι τους κυνήγησαν μέχρι και εδώ σε μάχη δε που γίνεται σκοτώνονται οι οπλαρχηγοί Τομαράς και Καμπιώτης και οι υπόλοιποι διαλύθηκαν.

Για Τρίτη φορά ο Ομέρ βάζει φωτιά στην Κύμη. Όλη η περιοχή παραδίδεται στα χέρια του εχθρού οι οποίοι προέβησαν σε κάθε είδους έγκλημα, αναγκάζοντας πολλούς από τους κατοίκους να εκπατρισθούν για να σωθούν.
Έτσι εγκαταλείφθηκαν νέες προσπάθειες για εξέγερση στην περιοχή. Μέχρι που απελευθερώθηκε η Εύβοια καμιά άλλη προσπάθεια δεν έγινε στην περιοχή. Στην Κύμη εγκαταστάθηκε ο Αχμέτ Αγάς ο οποίος ρήμαξε τον τόπο.
Επάξια λοιπόν η Εύβοια διεκδίκησε και κέρδισε την ανεξαρτησία της η οποία πραγματοποιήθηκε με το Πρωτόκολλο Περί Ανεξαρτησίας της Ελλάδος του Λονδίνου της 22ας Ιανουαρίου)3ης Φεβρουαρίου 1830 που υπογράφηκε από τις τρεις Μεγάλες Δυνάμεις, της Μεγάλης Βρετανίας, της Γαλλίας και της Ρωσίας. Με το Πρωτόκολλο αυτό ιδρύθηκε Ανεξάρτητο Ελληνικό Κράτος με σύνορα μέχρι την γραμμή Σπερχειού και των εκβολών του Αχελώου ποταμού. Στο νεοϊδρυθέν κράτος συμπεριλαμβάνονταν εκτός από την Πελοπόννησο και ένα μεγάλο μέρος της Στερεάς Ελλάδος, η Νήσος Εύβοια ολόκληρος, οι Βόρειοι Σποράδες («Δαιμονόνησοι» όπως ονομάζονταν τότε), η νήσος Σκύρος, οι Κυ-κλάδες, συμπεριλαμβανομένης και της νήσου Αμοργού και τα νησιά του Αργοσαρωνικού.

Η πραγματική όμως ελευθερία καθυστέρησε να έρθει. Έγινε με 3 χρόνια καθυστέρηση. Πιο συγκεκριμένα στις 25 Μαρτίου 1833 ο επίτροπος του Βασιλιά Όθωνα Ιάκωβος Ρίζος Νερουλός παρέλαβε το φρούριο της Χαλκίδας από τον Χατζή Ισμαήλ. Στις 11 δε Απριλίου του 1833 έγινε και η παράδοση του φρουρίου της Καρύστου του περίφημου CASTELL ROSSO στον Αδάμ Δούκα επικεφαλής Βαυαρικής αποστολής.
Μετά την απομάκρυνση των Τούρκων το 1833 από την Εύβοια, οι Κυμαίοι και οι άλλοι κάτοικοι της περιοχής ξαναγύρισαν, με πρώτο τους μέλημα την ανοικοδόμηση και την αποκατάσταση της περιοχής τους από τις λεηλασίες και τις καταστροφές των Τούρκων. Ακολούθησε ραγδαία ανάπτυξη του τόπου.
Έτσι έγιναν τα πράγματα κατά την Ελληνική επανάσταση στην περιοχή μας. Οι κάτοικοί της στήριξαν την επανάσταση και υπέστησαν τις θηριωδίες των κατακτητών. Τρεις φορές η περιοχή κάηκε με φοβερές λεηλασίες, σφαγές και αρπαγή των περιουσιών. Από εδώ ξεκίνησε και ο Νικόλαος Κριεζώτης την μεγάλη του πορεία η οποία τον κατέταξε μεταξύ των ηρώων της Ελληνικής επανάστασης. Για τον ηρωισμό του η Πολιτεία τον τίμησε και ο ανδριάντας του κοσμεί το Πεδίο του Άρεως των Αθηνών δίπλα στους Θεόδωρο Κολοκοτρώνη και τους άλλους μεγάλους ήρωες.

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
1. ΙΩΑΝΝΟΥ ΝΑΘΑΝΑΗΛ: ΕΥΒΟΪΚΑ – ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΝΗΣΟΥ ΕΥΒΟΙΑΣ
2. ΝΤΕΓΙΑΝΝΗ ΓΕΩΡΓΙΟΥ: ΝΙΚΟΛΑΟΣ ΚΡΙΕΖΩΤΗΣ
3. ΓΟΥΝΑΡΟΠΟΥΛΟΥ Κ.: ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΝΗΣΟΥ ΕΥΒΟΙΑΣ
4. ΓΛΥΚΟΥ ΕΥΑΓΓΕΛΟΥ: Η ΚΑΡΥΣΤΙΑ ΚΑΙ Η ΣΚΥΡΟΣ ΜΕΣΑ ΣΤΟ ΧΡΟΝΟ
5. ΠΑΠΑΪΩΑΝΝΟΥ Γ.: ΗΡΩΪΚΑ ΤΗΣ ΕΥΒΟΙΑΣ
6. ΤΡΙΚΟΥΠΗ ΧΑΡ.: ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ
7. ΤΣΑΟΥΣΗ ΙΩΑΝΝΗ: ΕΓΚΥΚΛΟΠΑΙΔΕΙΑ ΤΗΣ ΕΥΒΟΙΑΣ

2 σχόλια:

Ανώνυμος είπε...

Παρά πολλές οι ανακρίβειες !

Γ.Βυργιωτης είπε...

Ο Ναθαναηλίδη Ιωάννου αναφέρει ότι οι αιχμάλωτες γυναίκες ήταν από τα Ταμπούρια και Γκαμήλα και την Μαρω κόρη Καράγιαννη την πήρε ο Σιλισταραγας ο δε Ομάρ πήρε την κόρη του Γκιωκα Κονδυλω ! Σας αρέσουν τα Ψέματα !