Τρίτη 17 Σεπτεμβρίου 2019

ΥΠΟΚΟΡΙΣΤΙΚΑ ΟΝΟΜΑΤΑ ΑΝΔΡΟΝΙΑΝΩΝ

ΥΠΟΚΟΡΙΣΤΙΚΑ ΤΟΥ ΙΔΙΩΜΑΤΟΣ ΑΝΔΡΟΝΙΑΝΩΝ

ΣΤΑΜΑΤΗΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ ΚΑΡΑΤΖΑΣ
Ο γλωσσολόγος Σταμάτης Καρατζάς γεννήθηκε στις 2 Μαρτίου 1913 στο Κάτω Κουρούνι Κύμης Ευβοίας. Σπούδασε στη Φιλοσοφική σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών (1931-1936), πολέμησε ως έφεδρος ανθυπολοχαγός στο Αλβανικό Μέτωπο και στην Κατοχή έδρασε ως μέλος του ΕΑΜ. Το 1945 έγινε διδάκτορας της Φιλοσοφικής Αθηνών και συνέχισε τις μεταπτυχιακές σπουδές του στο Παρίσι. Το 1952 έγινε λέκτορας της Νέας Ελληνικής Φιλολογίας στο Πανεπιστήμιο του Αμβούργου, το 1956 υφηγητής και το 1959 καθηγητής στο ίδιο πανεπιστήμιο. Από το 1960 δίδαξε ως επισκέπτης καθηγητής και στο Πανεπιστήμιο Aix-en-Provence. Το 1964 εκλέχτηκε καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης και αποσπάστηκε στη Φιλοσοφική Ιωαννίνων. Απολύθηκε από το καθεστώς της δικτατορίας και απέδρασε στη Γαλλία όπου έγινε καθηγητής στο Aix-en-Provence και ανέπτυξε αντιδικτατορική δράση. Επέστρεψε, μετά την πτώση της Χούντας, στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης. Πέθανε στις 16 Μαίου του 1986 στην Αθήνα.


ΥΠΟΚΟΡΙΣΤΙΚΑ ΤΟΥ ΙΔΙΩΜΑΤΟΣ ΚΥΜΗΣ ΚΑΙ ΠΕΡΙΧΩΡΩΝ
1. Το 1945 έλαβε το διδακτορικό του δίπλωμα από το Πανεπιστήμιο Αθηνών με τη διατριβή του «Υποκοριστικά του ιδιώματος Κύμης και περιχώρων», που τυπώθηκε σε βιβλίο το 1954. Ο καθηγητής Βασίλειος Φάβης στην εισηγητική του έκθεση επαινεί θερμά τη διατριβή αυτή, που πλουτίζει την ελληνική Γραμματική με τρεις άγνωστες υποκοριστικές καταλήξεις, που προβαίνει σε οξείες παρατηρήσεις και προσκομίζει νέα στοιχεία και πλήθος παραδείγματα από όλες τις περιόδους της ελληνικής γλώσσας. Η διατριβή είναι χρήσιμη και για τον πρόσθετο λόγο πως για τα ιδιώματα της Εύβοιας δεν διαθέτουμε δυστυχούς τον ανάλογο αριθμό μελετών. Αντικειμενικός του σκοπός είναι η μελέτη των υποκοριστικών καταλήξεων -άγι, -ίγι, -ούγι: η προέλευσή τους, η ερμηνεία τους, η γεωγραφική τους έκταση, συγχρόνως όμως ασχολείται και με πολλά άλλα προβλήματα που συνδέονται με το θέμα του. Οι υποκοριστικές καταλήξεις της Κύμης προέρχονται από τις μεσαιωνικές καταλήξεις -άδιν, -ίδιν, -ούδιν < αρχ. -άδιον, -ίδιον, -ούδιον, με συνίζηση του ι στον πληθυντικό αριθμό. Από τη συνίζηση προήλθε το δυσπρόφερτο σύμπλεγμα δj, που από τον 5. μ.Χ. αιώνα απλοποιήθηκε σε j (γι), π.χ. λινούγια. Διαμορφώθηκαν έτσι οι καταλήξεις -άγια, ίγια, -ούγια, που επεκτάθηκαν και στον ενικό ως -άγι, -ίγι, -ούγι.

ΛΕΞΙΛΟΓΙΟΝ ΤΩΝ ΥΠΟ ΤΑΣ ΚΑΤΑΛΗΞΕΙΣ ΦΕΡΟΜΕΝΩΝ ΟΝΟΜΑΤΩΝ

ΧΩΡΙΟΥ ΑΝΔΡΟΝΙΑΝΩΝ ΚΑΙ ΚΑΡΑΣΑΛΙΑΝΩΝ
Υποκοριστικά που αφορούν το χωριό μας τους Ανδρονιάνους και τους Καρασαλιάνους από τη συγκεκριμένη μελέτη του Καρατζά, είναι τα παρακάτω, χωρίς βέβαια να παραγνωρίζουμε το γεγονός ότι και πολλά που αναφέρονται σε άλλα χωριά, ήταν και υποκοριστικά που αφορούσαν το χωριό μας.

Α. ΟΝΟΜΑΤΑ ΠΕΡΙ ΤΗΣ ΚΑΤΑΛΗΞΕΩΣ -ΑΓΙ
Αμαλάγι
Υποκοριστικό του βαπτιστικού Αμαλία.
Αμπελουργάγι
Γονεωνυμικό του ουσιαστικού αμπελουργός = είδος μικρού, με κίτρινα κατά το πλείστον πτίλα, πτηνού, παραμένοντος μόνον κατά το θέρος εις την περιοχήν και κατασκευάζοντος την φωλεάν του κατά προτίμησιν εις τα κλήματα των αμπέλων.
Αντρων-νιανάγι
Υποκοριστικό του εθνικού Αντρών-νιανος = ο καταγόμενος από το χωρίον Αντρωνιάνοι.
Αρετάγι
Υποκοριστικό του βαπτιστικού Αρετή.
Αρνάγι
Υποκοριστικό του ουσιαστικού αρνί, παρά το συνηθέστερον αρνάτσι
Βαρλαμάγι
Πατρωνυμικό από επώνυμο Βαρλάμος, προφανώς από το Βαρλαάμ.
Βιταλ-λιωτάγι
Υποκοριστικό του εθνικού Βιταλ-λιώτης = ο καταγόμενος από το χωρίον Βίταλο, παρά το Βιταλ-λιωτάτσι.
Γιακειμάγια
Πατρωνυμικό από επώνυμο Γιακείμης = Ιωακείμ, παρά το σπάνιον Γιακειμάτσα.
Ζ-ζαγκάγι
1)    Υποκοριστικό του ουσιαστικού ζ-ζαγκής = μικρόν πτηνόν με ερυθρά πτίλα εις το στέρνον, διαχειμάζον εις την περιφέρειαν, αλλαχπύ καλογιάννος, αρχαίον βασιλεύς.
2)    Πατρωνυμικό από παρωνύμιο Ζ-ζαγκής.
Ηρακλινάγια
Μητρωνυμικό από ανδρωνυμικό Ηρακλίνα, όπερ το βαπτικόν Ηρακλής.
Θοδωρουλ-λάγια
Πατρωνυμικό από επώνυμο Θεοδώρου. Άγνωστον διατί δεν ελέχθη Θεοδωράγια.
Καλαμπαλικάγια
Πατρωνυμικό από επώνυμο Καλαμπαλίκης, παρά το Καλαμπαλικάτσα.
Καράγι
Καρασαλιάνοι. Πατρωνυμικό από επώνυμο Καράς.
Κοσ-συφάγι
Υποκοριστικό και γονεωνυμικό του ουσιαστικού κόσ-συφας. Ενιαχού παρά το κοσ-συφάτσι και κοσ-συφούγι.
Κουκ-κουφαγάτσι
Υποκοριστικό και γονεωνυμικό του ουσιαστικού  κουκ-κουφάγια.
κρακράγι
Υποκοριστικό του ουσιαστικού κρακράς = είδος μικρού, φαιού τέττιγος καθημένου κυρίως επί του κορμού δένδρων με ξηρόν φλοιόν, ως η ελαία, η δρύς κλπ. Το πρωτότυπον κρακράς σώζεται μόνον εις Αντρωνιάνους.
Κριμιζ-ζινάγια
Πατρωνυμικό από επώνυμο Κριμιζ-ζίνης, παρά το σπανιώτερον Κριμιζ-ζινάτσα.
Κωστελ-λάγια
Πατρωνυμικό από βαπτιστικό Κωστέλ-λος, υποκοριστικό του Κωστής.
Κωστινάγι
Μητρωνυμικό από ανδρωνυμικό Κωστίνα. Ο υιός του Κωστιναγίου, ονομασθείς Κωστής, από το όνομα του πάππου του, καλείται επίσης Κωστινάγι.
Λερτάγια
Πατρωνυμικό από επώνυμο Λέρτας, παρά το Λερτάτσα.
Λιμπουνάγι
Υποκοριστικό του ουσιαστικού λίμπουνας = μύρμηξ, ενιαχού παρά το συνηθέστερον λιμπουνάτσι και γλιμπουνάτσι.
Λουλ-λάγι
Υποκοριστικό από βαπτιστικό Λούλ-λα.
Λυκάγια
Πατρωνυμικό από επώνυμο Λύκος, παρά το Λυκάτσα.
Μανταλάγια
Πατρώνυμο από παρωνύμιο Μάνταλος, το οποίον απαντά από τον 16ον αιώνα και εις Αθήνας.
Μαχουσάγια
Καρασαλιάνοι. Πατρωνυμικό από παρωνύμιο Μαχούσης.
Μελισ-σοφαγάκι
Υποκοριστικό του ουσιαστικού μελισ-σοφάος = είδος μαυροκίτρινου αιγιθάλου, παρά το μελισ-σοφαγάτσι.
Μηνάγι
Υποκοριστικό του Μηνάς, παρά το Μηνάτσι και Μηνούγι.
Μητσάγι
Υποκοριστικό του βαπτιστικού Μήτσος, παρά το συνηθέστερον Μητσάτσι.
Μπαρμπάγι
Υποκοριστικό του ουσιαστικού μπάρμπας (πάρπας).
Μπουζ-ζουκάγια
Υποκοριστικό του παρωνυμίου Μπουζ-ζούκης, αποδοθέντος εις παιδίον διά το σχήμα της κεφαλής του.
Μυλωνάγι
Πατρωνυμικό από επώνυμο Μυλωνάς.
Νικολουγάγια
Πατρωνυμικό από βαπτιστικό Νικολούγιας, υποκοριστικόν του Νικολός, παρά το Νικολουγάτσα.
‘Ξυλ-λιθ-θιωτάγι
Υποκοριστικό του εθνικού ‘Ξυλ-λιθ-θιώτης = ο κάτοικος του χωρίου Οξύλιθος. Παρά το ‘Ξυλ-λιθ-θιωτάτσι.
Παπάγι
Υποκοριστικό του ουσιαστικού παπάς.
Παπαγιαν-νάγια
Πατρωνυμικό από το σύνθετο όνομα Παπαγιάν-νης (επαγγελματικό + βαπτιστικό), παρά το Παπαγιαν-νάτσα.
Πεδινάκι
Καρασαλιάνοι. Μητρωνυμικό από ανδρωνυμικό Πεδίνα.
Σαράγι
Καρασαλιάνοι. Πατρωνυμικό από επώνυμο Σαρής.
Σαρμάγι
Πατρωνυμικό από επώνυμο Σαρμάς.
Σινανάγια
Πατρωνυμικό από παρωνύμιο Σινανάς. Βλ. και Σινανούγι.
Σολιγκάγια
Πατρωνυμικό από παρωνύμιο Σόλιγκας.
Σπυράγια
Πατρωνυμικό από επώνυμο Σπύρου.
Στρατάγια
Καρασαλιάνοι. Πατρωνυμικό από επώνυμο Στρατής.
Ταμπακάγια
Ονομάζονται όλοι οι ανήκοντες εις την οικογένειαν Ταμπάκου. Εις ενικόν το πατρωνυμικό λέγεται Ταμπακάτσι.
Τενεκάγι
Υποκοριστικό του ουσιαστικού τενεκές, παρά το τενεκάτσι.
Τζαφεράγια
Καρασαλιάνοι. Πατρωνυμικό από επώνυμο Τζαφέρας.
Τσαγκάγι
Πατρωνυμικό από παρωνύμιοΤσάγκος, παρά το σπανιώτερον Τσαγκάτσι.
Τσελεφράγια
Πατρωνυμικό από παρωνύμιο Τσελέφρης, παρά το Τσελεφράτσα.
Τσιπουρδελ-λάγια
Πατρωνυμικό από παρωνύμιο Τσιπουρδέλ-λης, εις τον ενικόν παρά το Τσιπουρδελ-λάτσι.
Τσιτσικάγι
Υποκοριστικό του ουσιαστικού τσίτσικας = τέττιξ, παρά το τσιτσικούγι.
Τσυπαρισσάγι
Υποκοριστικό του ουσιαστικού τσυπαρίσσι, παρά το συνηθέστερον τσυπαρισσάτσι.
Φακάγια
Πατρωνυμικό από παρωνύμιο Φάκας, του οποίου έν τέκνον καλείται Φακάτσι, ίσως διά την διαφοράν αναστήματος ή ηλικίας από τους άλλους αδελφούς.
Φαλ-λάγι
Μητρωνυμικό από βαπτιστικό Φαλ-λιά = Γαριφαλιά.
Φαρδουλ-λάγι
Πατρωνυμικό από παρωνύμιο Φαρδούλ-λης, παρά το Φαρδουλ-λάτσι.
Φαφουτάγια και Φαβουτάγια
Πατρωνυμικό από επώνυμο Φαφούτης, παρά το σπανιώτερον Φαφ(β)ουτάτσα. Εις πεισματικόν δίστιχον ήκουσα:
«Γιατ’ είμαι Φαφουτόπαιδο, θα με περικαλέσης».
Φικάγια
Πατρωνυμικό από παρωνύμιο Φίκης
‘Χιλλεφάγι
Πατρωνυμικό του βαπτιστικού ‘Χιλλέφος = Αχιλλεύς.
Χρισάγι
Υποκοριστικό του βαπτιστικού Χρίσος = Χρίστος. Το επώνυμο Χρισάγης (Αντρωνιάνοι, Πύργος), δεικνύει ότι και εις τα χωρία αυτά εγένετο χρήσις του υποκοριστικού και πατρωνυμικού, καταλήξαντος εις αρσενικόν γένος.

Β. ΟΝΟΜΑΤΑ ΠΕΡΙ ΤΗΣ ΚΑΤΑΛΗΞΕΩΣ -ΙΓΙ
Αγριλ-λίγι
Υποκοριστικό του ουσιαστικού αγριλ-λιά.
Ανεψίγι
Υποκοριστικό του ουσιαστικού ανεψός. Ο εις -ιγι σχηματισμός πιθανώς επηρεάσθη και από την ύπαρξιν ασυνιζήτου θηλυκού ανεψία (Πβ. την παροιμίαν: όπου πάει η θεία, πάει τσ’ η ανεψία, δηλαδή η ανεψιά υπανδρεύεται με άτομον της οικογενείας του συζύγου της θείας της), κατά το οποίον εσχηματίσθη και αρσενικό ανεψίος.
Ελίγι
Υποκοριστικό του ουσιαστικού ελιά, από παλαιότερον ασυνίζητον τύπον ελαία (πβ. αγριλ-λαία). Πιθανώς υπάρχει ήδη από παλαιότερους χρόνους τύπος ελίδιον, δεδομένου ότι λέξις ελίδι απαντά εις πλείστας νεοελληνικάς διαλέκτους.
Κορομηλίγι
Υποκοριστικό του ουσιαστικού κορομηλιά, από παλαιότερον ασυνίζητον τύπον κορομηλέα.
Μαρίγι
Υποκοριστικό του βαπτιστικού Μαρία.
Μουρίγι
Υποκοριστικό του ουσιαστικού μουριά, από παλαιότερον ασυνίζητον τύπον μουρέα, ο οποίος απαντά εις πληθυντικόν ως τόπων.
Νουρίγι
Υποκοριστικό του ουσιαστικού νουρά (ν-νοριά), πιθανώς από παλαιότερον αμάρτυρον ουρίδιον, σωζόμενον πολλαχού υπό τον τύπον ουρίδι, αντικαταστήσαν δε το αρχαίον ουράδιον, όπερ απαντά εν τούτοις σποραδικώς και χωρίς υποκοριστικήν σημασίαν εις τον μεσαίωνα.
Τσουλίγι
Υποκοριστικό του ουσιαστικού τσουλ-λιά, φερομένου ασυνιζήτως υπό των γεροντοτέρων (τσουλία), ανάγεται εις το αρχαίοων ήδη κοιλίδιον.
Χαψίγι
Παρά το επίσης συνήθως φερόμενον χαψί = είδος μικρής παστής σαρδέλλας. Υποθέτω ότι ο τύπος εσχηματίσθη κατά τα λοιπά εις -έα ασυνίζητα από το ουσιαστικό χαψέα = χαψιά, μπουκκιά, λεγόμενον και σήμερον ασυνιζήτως. (μία χαψέα ψωμί, μία χαψέα άθρωπος = μικρόσωμος κλπ.)

Γ΄ ΟΝΟΜΑΤΑ ΜΕΤΑ ΤΗΣ ΚΑΤΑΛΗΞΕΩΣ -ΟΥΓΙ
Αδερφούγι
Και αδερφούγης. Υποκοριστικό του ουσιαστικού αδερφός. Ο τύπος του αρσενικού αναλογικώς από την κλητικήν.
Αετούγι
Υποκοριστικό του ουσιαστικού αετός.
Αλεπούγι
Υποκοριστικό του ουσιαστικού αλεπού, παρά το αλεπουδάτσι.
Αμπελουργούγι
Γονεωνυμικό του ουσιαστικού αμπελουργός, παρά το αμπελουργάγι.
Ανεψούγι
Υποκοριστικό του ουσιαστικού ανεψός, ενιαχού παρά το ανεψάτσι (βλ. και ανεψάγι, ανεψίγι).
Απαλούγι
Υποκοριστικό του ουσιαστικοποιημένου επιθέτου απαλός = το βρεγματικόν οστούν των νηπίων.
Αρεούγι
Ως τοπωνύμιο υποκοριστικό του ουσιαστικού αρεός = αρία δρύς.
Αρινούγι
Υποκοριστικό του ουσιαστικού αρινός = ερινεός, αγρία συκή.
Αφ-φαλ-λούγι
Υποκοριστικό του ουσιαστικού αφ-φαλ-λός = ομφαλός.
Βλαστούγι
Υποκοριστικό του ουσιαστικού βλαστός.
Γιατρούγι
Υποκοριστικό και πατρωνυμικό του ουσιαστικού γιατρός.
Γραμ-ματικούγι
Λέγεται αλλού περί της καρδερίνας, αλλού περί είδους μικράς καρδερίνας.
Δαυλούγι
Υποκοριστικό του ουσιαστικού δαυλός.
Θαλασ-σινούγια
Πατρωνυμικό από βαπτιστικό Θαλασ-σινός. Επειδή τα φερώνυμα άτομα ήσαν θηλυκά, ενηλικιωθέντα τώρα ονομάζονται Θαλασ-σινίτσες.
Θεούγης
Υποκοριστικό του ουσιαστικού θεός. Το αρσενικό από επικλήσεις, ως: κάμε, θεούγι μου, το θάμα σου, όπου η κλητική του ουδετέρου ήτο ομοία προς την του αρσενικού, όθεν και: ας-ς έβρεχε ο θεούγης μου πλέα λιγάτσι. Εν εκοίταζ-ζε ο θεούγης μου να πάρη κάναν πιο γέρο.
Κολ-λιούγι
Υποκοριστικό του βαπτιστικού Κολ-λιός = Νικόλαος.
Κολ-λιούγι
Υποκοριστικό του ουσιαστικού κολ-λιός = Ο γνωστός ιχθύς, ενιαχού παρά το κολ-λιαρούδι, ενίοτε όμως επί άλλης σημασίας.
Κονυζ-ζούγι
Υποκοριστικό του ουσιαστικού κονυζ-ζός σημαίνον 1) το φυτόν κόνυζα και 2) το αλαχού ή και παραλλήλως λεγόμενον τσιτρινάγι.
Κοσ-συφούγι
Υποκοριστικό αλλά συνηθέστερον γονεωνυμικό του ουσιαστικού κόσ-συφας. Και κοσ-συφάγι.
Κοτσικούγι
Υποκοριστικό του ουσιαστικού κοτσικός = το δένδρο κερκίς. Κοτσικούγια λέγονται και τα άνθη, τα οποία είναι φαγώσιμα και οι καρποί (βλ. ψαράγι), όμοιοι προς τα χαρούπια αλλά μη φαγώσιμοι.
Λ-λαιμούγι
Υποκοριστικό του ουσιαστικού λ-λαιμός. Ενιαχού και υπό τον τύπον του αρσενικού λ-λαιμούγης.
Λαλούγι
Υποκοριστικό του ουσιαστικού Λαλού = Ζαχαρού.
Λουλ-λούγι
Σημαίνει το άνθος χωρίς υποκοριστικήν σημασίαν.
Μαϊμούγι
Υποκοριστικό του ουσιαστικού μαϊμού.
Μελεούγι
Υποκοριστικό του ουσιαστικού μελεός = μελία.
Μπομπούγια
Πατρωνυμικό από επώνυμο Μπομπός. Και Μπομπάγια.
Μυδαλούγι
Υποκοριστικό του ουσιαστικού μυδαλ-λιά.
Νεφρούγι
Υποκοριστικό του ουσιαστικού νεφρό.
Πεντικούγι
Υποκοριστικό του ουσιαστικού πεντικός = Ποντικός.
Πετεινούγι
Υποκοριστικό του ουσιαστικού πετεινός.
Σταυρούγι
Υποκοριστικό του ουσιαστικού σταυρός.
Τασούγι
Υποκοριστικό του βαπτιστικού Τάσος.
Τσερασούγι
Σπάνιο υποκοριστικό του ουσιαστικού τσερασά = κερασέα.
Τσεφαλούγι
Υποκοριστικό γονεωνυμικό του ουσιαστικού τσεφαλάς. Βλ. τσεφαλάγι.
Φελ-λούγι
Υποκοριστικό του ουσιαστικού φελ-λός.
Φτερούγι
Υποκοριστικό του ουσιαστικού φτερό, πτερύγιον.

Δεν υπάρχουν σχόλια: