Δευτέρα 3 Σεπτεμβρίου 2018

ΕΠΙΣΚΕΨΗ ΣΤΟΥΣ ΑΝΔΡΟΝΙΑΝΟΥΣ

ΕΥΒΟΙΑ
Όπως την είδα και την φωτογράφησα
ΜΑΡΙΑ ΑΡΓΥΡΙΑΔΟΥ - ΑΘΗΝΑ 1981




ΠΡΟΛΟΓΟΣ

Ο κυριώτερος λόγος, πού με έκανε να καταπιαστώ με την Εύβοια, είναι η αδικία, πού της γίνεται από τουριστικής πλευράς.
Η Εύβοια, είναι από τα ωραιότερα μέρη της Ελλάδος. Με ποικιλίαν φύσεως αφάνταστη. Από ψηλά ελατοσκέπαστα βουνά, δροσερές κοιλάδες, πλατάνια, ποτάμια, εύπορες πεδιάδες, ως υπέροχα ακρογιάλια κι' αμμουδιές και νησάκια. Και όμως παρ’ όλην αυτή της την ομορφιά και μ' όλο που είναι δίπλα στην Αθήνα προτιμά, ο κάθε τουρίστας, Έλλην ή ξένος, να παη στην Πελοπόννησο, στην Στερεά, στα νησιά ή όπου αλλού. Ελάχιστοι σκέπτονται την Εύβοια. Γιατί;

Δυο λόγους σοβαρούς βρίσκω εγώ γι’ αυτήν την παραγκώνισι. Πρώτος ότι δεν έχει δρόμους καλούς ανάλογους με την άλλη Ελλάδα. Ακόμη κι' ο κεντρικός της είναι τόπους τόπους σε ελεεινή κατάστασι. Τα δε παρακλάδια χωματόδρομοι. Ό καθένας το σκέπτεται να χαλάση το αυτοκίνητο τον, όσο και ν' αποζημιώνεται με τις ομορφιές πού θά ιδή. Δεύτερος ότι δεν έχει ερείπια αρχαίων πόλεων για να ελκύσουν τον επισκέπτη. Χαλκίς καί Ερέτρια ήσαν την αρχαία εποχή αι δύο κυριώτεραι πόλεις. Λίγες ακόμη αναλόγως αναφέρονται σ' ολόκληρη την Εύβοια παρ όλη την μεγάλη της έκτασι. Κι' η μεν Χαλκίς, επειδή ανέκαθεν στην ίδια θέσι κι' αν κατεστρέφετο ανοικοδομείτο πάλι, δεν έχει παρά ελάχιστα δείγματα της αρχαίας ακμής της. Έτσι δεν απομένουν σ' όλη την Εύβοια ερείπια της αρχαίας εποχής παρά της Ερέτριας κι' αυτά χάρις στην καταστροφή και την τελείαν εγκατάλειψι της πόλεως.
Τρίτος λόγος ακόμη υπάρχει, ότι δεν είναι γνωστές οι ομορφιές της. Δεν της έχει γίνει ή πρέπουσα ρεκλάμα. Κι' αυτόν τον τρίτο λόγο θά προσπαθήσω στο βιβλίο μου αυτό με τις μικρές μου δυνάμεις να τον μειώσω.
Χρόνια την γυρίζω την Εύβοια, την χαίρομαι και την αγαπώ, θα περιγράψω τίς εκδρομές μου, παληές και νέες, θα δείξω τις φωτογραφίες μου κι' ίσως έτσι θα κινηθούν κι' άλλοι νάρθουν να ιδούν τα όσα θαυμαστά κρύβει το εξαιρετικό αυτό νησί, το τόσο εύκολα προσιτό, σ' ένα μοναδικό συνδυασμό ηπειρωτικής και νησιώτικης φύσεως.

Στο χωριό μας, τους Ανδρονιάνους βρέθηκε το Μ. Σάββατο του έτους 1975. Γράφει για την επίσκεψή της αυτή.

ΑΝΔΡΟΝΙΑΝΟΙ. Μαυρίλα ξημερώνει πάλι σήμερα. Δεν φαίνεται να βρέξη, μαύρα σύννεφα όμως σκεπάζουν τον ουρανό ολάκληρον και φυσά δυνατός βορηάς. Κουρούνια και Ανδρονιάνοι μας έμειναν. Τα Κουρούνια θα τα συνεπαίρνει πάνω στα λόφο τους απ' αντίκρυ φυσώντας ο αέρας. Στους Ανδρονιάνους μπορεί να κόβη κάπως η Αλοκτέρη από πίσω. Εκεί θα πάμε. Έχει δική του συγκοινωνία το χωριό. Όχι απ' τα ΚΤΕΛ, από την πλατεία φεύγει Ιδιωτικό λεωφορείο. Πάμε, καθόμαστε στο καφενείο, μια φορά ήλθε, μας λένε, το πρωί και πρέπει να ξανάρθη. Δεν έρχεται όμως. Τηλεφωνεί ο καφετζής στο χωριό και μαθαίνει πως κάνει δρομολόγια απ' τη διακλάδωσι του κεντρικού δρόμου ως τους Ανδρονιάνους. Έρχονται πολλοί σήμερα από Χαλκίδα και Αθήνα και τους πάει στο χωριό. Στην Κύμη δεν θα έρθη καθόλου. Είναι κι' άλλος ένας για Ανδρονιάνους. Όλοι μαζύ παίρνομε ένα ταξί και πάμε. Ωραία διαδρομή απ' τη διακλάδωσι κι' ύστερα. Πάνω από γεφύρι περνάμε με πλατάνια πολλά, πρασινάδα παντού.
Χωριό μεγάλο οι Ανδρονιάνοι με σπίτια παληά, ψηλά, μ' ωραία μπαλκόνια. Η εκκλησία στη μέση, ψηλά, όπως σ' όλα τα χωριά, μεγαλοπρεπής, να φαίνεται από μακρυά. Ρωτούμε που να πάμε. «Που θέλετε;» Δεν έχομε ωρισμένο σκοπό. Πουθενά και παντού. Στην τύχη ανεβαίναμε κάτι δρομάκια. Ένα χωριό Δένδρα είναι σε 5 λεπτών απόστασι δεξιά. Εμείς προχωρούμε κατά πάνω. Ο κόσμος καίει τους φούρνους του για την αυριανή γιορτή, γλυκά ετοιμάζονται. Δεμάτια κουβαλούν τις βέργες οι νοικοκυραίοι κι' ανάβουν τον μικρό στρογγυλό φούρνο, πούχει κάθε σπίτι στην αυλή του. Μυζήθρες φρέσκες βρίσκομε πάρα πάνω σε μια γυναίκα και παραγγέλναμε για τον γυρισμό. Βγήκαμε απ' το χωριό. Ένα προσκυνητάρι, ένα εκκλησάκι μια σταλιά κι' η δεξαμενή του νερού είναι εδώ. Αντίκρυ, πάνω στην Αλοκτέρη, προβάλλει ένα άσπρο εκκλησάκι μέσα απ' τα δένδρα. «Είναι ή Άγια Παρασκευή, μας λεν, αν έχετε κότσια, ανεβήτε ισαμ' εκεί. Είναι όμορφα, θα δήτε όλα τα χωριά κάτω». Για την Άγια Παρασκευή λοιπόν.
Το μονοπάτι φεύγει αριστερά. Περνά πράσινη ρεμματιά. Εδώ ανθίζουν κατακίτρινα τα σπάρτα. Και τα πουρνάρια ολάνθιστα. Πέρα από τη ρεμματιά εκτείνεται στον ορίζοντα σ' όλο τα μήκος του, από Κορακόλιθο ως Άγ. Νικόλα, ο Οξύλιθος. Όλα τα ανεβοκατεβάσματα των αλλεπάλληλων κρατήρων του διαγράφονται περίφημα. Ένα άλογο δεμένο στο μονοπάτι κι' ένας σκύλος, πού το φυλάγει, μας κλείνουν τον δρόμο. Δείχνει τα δόντια ο σκύλος και μουγγρίζει, μα στο τέλος μας επιτρέπει να περάσωμε. Ένα ρυάκι παφλάζει μέσα από βραχάκια πιο πάνω. Το περνούμε κι' αυτό και τώρα ανεβαίνει απότομα πάνω στα βουνό το μονοπάτι. Φτέρες ψηλές και σπάρτα, μας λιγώνει η μυρουδιά τους. Την ανάβασι στη Σκοτεινή με την κ. Κούλα θυμάμαι. Εκεί ήταν ψηλότερα τα σπάρτα, εδώ όμως η θέα ωραιότερη. Όσο ψηλώνομε, ένα - ένα παρουσιάζονται τα όμορφα χωριά της Κύμης, όλα μέσα στο πράσινο με τις εκκλησιές και τα ψηλά καμπαναριά τους. Ακόμα η θάλασσα είναι γκρίζα πέρα στον κόλπο, ο καιρός όμως δείχνει να καλυτερεύη. Το εκκλησάκι έχει χαθή μέσα στα δένδρα, το μονοπάτι όμως σταθερά εκεί μας πάει. Τελείωσαν τα σπάρτα κι' άρχισαν τα βούκισα. Σαν τριαντάφυλλα ανθίζουν τα πρώτα τους λουλούδια. Μεγαλύτερα ροζ - μώβ, μικρότερα άσπρα. Δεξιά στρίβει το μονοπάτι και να την η Αγ. Παρασκευή. Σκαλίτσα σε τοιχαράκι, λίγο πριν, πάει σε πηγή δροσερού νερού. Στο τοιχαράκι κολλημένο ανθίζει ένα ωραιότατο μπλε λουλούδι. Σαν αγριοβιόλα μοιάζει, έτσι κολλημένο στην πέτρα, δεν είναι όμως. Τα λουλουδάκια του είναι καμπανούλες πολλές - πολλές. Και να ξαφνικά στην ησυχία του βουνού ακούεται το ανοιξιάτικο κάλεσμα του κούκου. Μέσα από τα κελαϊδήματα τα κοντινά των άλλων πουλιών κανείς άλλος δεν το πρόσεξε. Εγώ όμως κάθε άνοιξι το προσέχω. Με χαρά το ακούω, κάθε χρόνο και σ' άλλο βουνό. Φέτος στην Κύμη, να δούμε που θα είμαι του χρόνου. Το εκκλησάκι μέσα σκουπισμένο, καθαρό, μ' αναμμένα τα καντήλια κι' ωραία κιλίμια, που ανεβαίνουν ως την Ωραία Πύλη στο Ιερόν. «Προσκύνησε, Άγι μου, τους Αγίους, τους ανθρώπους αυτούς στις εικόνες γύρω σου. Αδιάφορο αν εμείς σήμερα άλλα πιστεύομε. Άλλαξαν οι καιροί. Η ζωή τους η ενάρετη όμως, η θυσία στην πίστι τους έμειναν και θα μείνουν πάντα αξιοθαύμαστες».
Πίσω από το Ιερόν, στο χορταράκι με την ανοικτή θέα ανάμεσα απ’ τα δένδρα στα χωριά κάτω ως τη θάλασσα, καθόμαστε και τρώμε. Ο καιρός όλο και ξανοίγει κι' όταν σε καμπόσο κατεβαίνομε, ασπρίζουν ολόφωτα τα χωριά κι' η θάλασσα πάλι είναι καταγάλανη.
Ελπίς συγκοινωνίας δεν υπάρχει και παίρνομε τον δρόμο πεζή για την διακλάδωσι. Μετά μια συντόμευσι όμως, εκεί που βγαίνομε πάλι στο δρόμο, σταματά μπροστά μας ένα μικρό φορτηγό κι' ο νέος οδηγός του μας καλεί. «Για που πάτε, κυρίες, εμπάτε να σας κατεβάσω ως τη διακλάδωσι». Αυτός πάει στις Κονίστρες, αλλοιώς θα μας πήγαινε και στην Κύμη, αν ήταν για εκεί. Ευχαρίστως κατεβαίνομε συντομώτερα καί ξεκούραστα κι' ευχαριστούμε τον ευγενή νέο. «Εδώ θα περάσουν σε λίγο τα λεωφορεία και της Χαλκίδος και των Αθηνών», μας λέει φεύγοντας. Καθόμαστε στον ήλιο και περιμένομε. Της Χαλκίδος πάει ίσα στους Ανδρονιάνους, φαίνεται έχει πολλούς για εκεί. Των Αθηνών, αμέσως από πίσω του, μας παίρνει.

Δεν υπάρχουν σχόλια: